Saturday, May 5, 2007

ΤΑ ΑΓΑΘΑ ΚΗΠΟΙΣ ΚΤΩΝΤΑΙ



Θα μου πει κανείς , αυτή η μία ώρα που μας χωρίζει με την ελλάδα, που να χάθηκε άραγε…μάλλον κάπου στα μπαλκάνια,..Ίσως την έφαγε ο δρακουλας των Καρπαθίων. Μάλλον είναι ο χρόνος που χρειάζεται ο Δούναβης, για να κατεβεί. Κοίτα που ο ποταμός την κάνει όλη τη φασαρία τελικά, ο συμφεροντολόγος! Συναυλία στη Βιέννη με το Νταλάρα. Το konzertaus κατάμεστο από έλληνες και ελληνόφωνους. Ενας κύρις ήρθε με πράσινο κουστούμι, ρωτώντας στα γεραμανικά αν θέλαμε το εισητήριο του, όταν κατάλαβε ότι είμαστε έλληνες, το γύρισε : «40 χρόνια ξενητεμένος, περίμενα να ρθει ο Νταλάρας, και χθες η γυναίκα μου αρρώστησε βαριά,την έχω στο νοσοκομείο, τα δίνω με τα λύπης μου», τον λυπήθηκε η ψυχή μου. Όπως κάποιους που πουλάνε το πιάνο τους. Μια κυρία που γεννήθηκε στην Ελλάδα, κι εφυγε με τους γονείς της μετά τον εμφύλιο, δε ξέρει την γλώσσα καλά, και τη βλέπω να αισθάνεται μια τέτοια λύτρωση όταν τραγουδάω, σα να μιλά μες απ’ το στόμα μου. Οι μετανάστες που σπύραμε το ‘50, χωριο Μπελογιάννης, Ουγγαρία, Αυστρία, Αυστραλία, Αμέρικα και νότιο Αφρική, ο μισός ελληνισμός, που δουλέυει σιωπηρά όπως τα μυρμίγκια στον κόσμο. Θα τους επισκεφτεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, σαν την αληθινή μάνα, το υιοθετημένο παιδί.
Ας τα ξεχάσουμε αυτά κι ας τραγουδήσουμε,ο καθένας αντιδρούσε όπως μπορει, στο «έλα» και στο χασαποσέρβικο, στον Κουγιουμτζή και στο «Αχ χελιδόνι μου». Με το χελιδόνι πάντα αναστέναζα. Κι ο κύριος Κουγιουμτζης, έμενε στα Μουδανιά τα καλοκάιρια, τον έβλεπα στα πρακτορεία των προπό, «καλημέρα κυρ-Σταυρο». Κυκλοφορούσε αναμεσά μας μες στη αγορά, κ μόνο όταν έφυγε, εκέινη την άνοιξη, το καταλάβαν οι περισσότεροι, Ήταν αυτός που έγραφε αυτά που ψυθιρίζαν, και θεωρούσαν κλασσικά και δεδομένα. Τόσο που δε ξέραμε την καταγωγή τους, ή την ξεχμούσαμε. Γιατί έτσι μας κάνουν να πιστέψουμε κάτι τέτοιοι σπάνιοι, ότι έχουμε αυτά που κάμνουνε, βαστάνε την καταγωγή από την ίδια την καρδιά μας.
Χειροκροτώντας στην πίστα, για ακόμα κανα δυο τραγούδια, (τη ψευδαίσθηση παράτασης της όμορφιας, ή μάλλον ψευδαίσθηση του τέλους της), γνώρισα έναν υπέοχο άνθρωπο. Μια αυτριακή κυρία, φίλελλην και χαριτωμένα ελληνόφωνη. Μου γραψε το e-mail της για να της στείλω τις φωτογραφίες που είχα βγάλει. Όταν είπα ότι έιμαι από τα Μουδανιά, εξεπλάγη. «Ήμουν εκέι το 1972,είπε, η πρωτη μου φορα στην Ελλαδα. Τότε υπήρχε μόνο ένα ξενοδοχέιο, κι ένα καφενείο (αυτή η λέξη δε μεταφραζεται, λέγεται πάντα αυτούσια), κανείς δε μιλούσε αγγλικά, πέρα από τον ξενοδόχο και μια κομμώτρια. Ένας κύριος, κοντά στο λιμάνι, είχε αναψυκτήριο, χρόνια στη Γερμανία, μιλούσε απτεστα. –της είπα το όνομα, και χάρηκε.Έκανα φροντηστήριο, τρειες ωρες τη βδομαδα ελληνικά. Από κει ξεκίνησε η μεγάλη αγάπη μου για την Ελλάδα». Κι ύστερα μου περιέγρεγραψε τη συναυλια του Θεοδωράκη πριν από δεκαπέντε χρόνια στο ίδο μέρος.
Είναι καταπληκτική φωτογράφος. Το αγαπημένο της μέρος είναι η Carinthia, στα σύνορα με την Ελβετία, εκεί απομωνόνεται κι εφαίνεται γαλήνη. Μικροβιολόγος στο επάγγλεμα. Ένα γέλιο παιδιού αφήνει να ρέει απ’ τα σπασμένα ελληνικά της. Κάτι λιβάδια ελέυθερα, να βοσκά το βλέμμα, με ανεμόμυλους κ ουρανό, χαλία δεμάται απλωμένα στις πλαγές, είναι που είναι το μέρος φαίνεται, το ομορφαίνει κι η ματιά της. Η κυρία Helga , κάτι τέτοιοι ΄ναθρωποι σε κάνουν να νιώθεις ότι δεν έφυγες ποτέ, αφού γι όλα έχεις μια ανοιχτή αγκαλιά.
Η ελευθερία είναι ότι κάνει τον άνθρωπο ν’ αστράφτει. Πρωτομαγιά στα ανάκτορα της Σίσσης, Ανάκτορα ενθύμια δυστυχισμένων ανθρώπων, με τον ιδρώτα του λαού κεκοσμημένα. Όπου και επιστρέψαν. Μια αυλή λαβύρινθος, με τείχος από δέντρα, να τα τσιγγλίζει ο ήλιος. Αγάλματα μες στη σιωπή, και συντριβάνια, που θαρρείς, ο κηπουρός σχεδίασε τη βεγγαλική ροή τους. Η αψίδα στο τερμα του λόφου, για τα παράνομα ζευγαράκια του παλατιού. Δροσούλα, μισοβγαλμενο παπούτσι στο παγκάκι, και γουόκ-μαν. Μες απ τους θόλους των δέντρων ξεπετιούνται σκιουράκια. Μακάριοι οι διαβαίνοντεςαπ’ τις καμάρες των δέντρων, με σκιουράκια αυλικούς με επιφάνεια απαλή, χάδι σε χαμομήλια, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την Γην. Μακάριοι οι έχοντες αρχόντισσα ψυχή, και κάτι μάτια, σα προβολείς.
Τα αγαθά, κήποις κτώνται. Με ανεμογεννήτριες και πάρκα ερωτικά, αναστροφη ποταμόπλοιου στη Δυση, αλκοτεστ ομορφιάς σε κίτρινα λιβάδια. Τα αγαθά κηποιος κτώνται.Όταν ακούς την εσώτερη φωνή και δραπετεύεις (εσώτερος, συγγενεύει με το σωτήριος).Απ' τη μάζα που σαρώνει. Λες και δεν αντέχει ο κόσμος αυτός που στεκόμστε έτσι πράοι μπροστά στην τόση ομορφιά, όπως κάτι μικροπωλητές, μόνιμοι δίπλα σε μνημεία. Σ’ ένα τραπεζάκι με κρυστάλλινα ποτήρια, γεμάτα με απιονισμένο νερό, κάποιος τύπος παίζει μουσική, δεξιοτεχνα σα να βλέπει μπροστά του τις νότες. Στο\κέντρο της Βιέννης. Και μετά στο μετρό της Βιεννης. Που περνάει κάτω απ’ τις τουλίπες των παρτεριών. Μετρώ την υπόγεια ζωή, που λάμπει μες από τις σύρραγγες, και συνεχίζω να ταξιδέυω.

No comments: