Sunday, April 29, 2007

Ο ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ

Τις προάλλες στεκόμουνα σε μια ουρά για ένα μουσείου, κι ένα παιδάκι έτριβε δυο πέτρες με μανία, τις χτυπούσε επίμονα μεταξύ τους, πλήρως προσηλωμένο σ' αυτό που έκανε. Όλοι το κοίταζαν με απορία, περιεργα, σα να λέγαν "τι κάνει αυτό". Μόνο ένας τον κατάλαβε, γιατί αυτό ποιεί κι εκείνος, με αγωνία, πασχίζει να βγάλει φως...

Η έκαφραση για τον καλλιτέχνη είναι ανάσα, είναι ένα τρίτο πνευμόνι, κάπου στο μεσοστήθιο.

Ο ΕΝΟΠΟΙΟΣ ΔΟΥΝΑΒΗΣ...

Ξύπνησε και πήγε ν’ ανοίξει το πατζούρι τραβώντας την κορδέλα, έτσι σα να ύψωνε λάβαρο το κυριακάτικο φως, που εισέβαλλε στο δωμάτιο. Όταν ξυπνάς, έχεις ακόμα τα αρχέγονα βλαστοκύτταρα του αληθινού εαυτού σου ενεργά, την αγνότητα ενός συνειδητού ασυνείδητου, αυθεντική. Δε σε βαραίνουν τα πρέπει της ημέρας ούτε οι συμβιβασμοί του χθες. Αυτά τα λίγα λεπτά μετά τον ύπνο είναι ένα κάστρο απομόνωσης, και πέφτει στην τάφρο του, ό,τι σε διεκδικεί από τη μέρα. Για λίγα λεπτά φυσικά λειτουργεί το θαύμα, η παράταση είναι στο χέρι σου.
Έπιασε τα γένια του, ίσως ό,τι τραχύ είχε, κι αργοανοίγωντας τα μάτια, τραβούσε την κουρτίνα, την αυλαία της καινούριας ημέρας, να δει τι είχε ετοιμάσει στο σκηνικό της γειτονιάς.
Μέσα από τα κελαηδίσματα διέκρινε κι ένα επίμονο θόρυβο, σαν κάτι να φυσούσε οδεύοντας προς εκτόνωση. Φοβήθηκε μήπως ήταν το γκάζι της κουζίνας , κι έτρεξε γρήγορα να δει. Ένα σπίρτο ν’ ανάψεις όταν η ατμόσφαιρα του δωματίου έχει γεμίσει γκάζι, αρκεί για να εκραγεί, όπως με την τελευταία λέξη πριν τον καυγά. Τελικά ήταν απλά ένα φορτηγό στην πίσω μεριά, που ξεφόρτωνε. Έβαλε λίγο νερό να βράζει σ’ ένα κατσαρολάκι,κι ένα τοστ να γίνεται κι επέστρεψε στο παράθυρο- σημειωτέον, πόσο γοητευτικός είναι ο σύνδεσμος παρά όταν ακολουθεί θήτα και απογειώνει τη λέξη: παραμύθι, παράθυρο, παραθερίζω…στον ανοιξιάτικο αέρα αιωρούνταν χνούδια από τα δέντρα. Δυο φίλοι συναντιούνται, ο ένας κρατάει μια σακούλα με ζεστό ψωμί, κόβει και του δίνει. Αυτή την ανθρώπινη ζεστασιά, είναι η ελάχιστη απόσταση, που αποτελεί στόχο για την τεχνολογία.
Σήμερα η Μπρατισλάβα είναι η πιο ζεστή προτεύουσα της Ευρώπης. Η εβδόμη του Μπετόβεν θα μπορούσε να συνοδεύει αυτές τις σκέψεις μου, σκέφτηκε. Κάποιοι λεν ό,τι η κλασσική μουσική δεν μπορεί να προσαρμοστεί ώστε να γίνει εφαρμόσιμη στην εποχή μας. Είναι αλήθεια έτσι, ή μήπως ο άνθρωπος έχει γίνει έτσι που δε μπορεί η ζωή του να χει για soundtrack κάτι τόσο γνήσιο.. αέρας που φυσάει στα νησάκια μου και μου δροσίζει το μυαλό…προχθές έβλεπα στην τηλεόραση ένα αφιέρωμα στην ελληνική εκπαίδευση της διασποράς, κι έδειχνε ένα σχολείο στη Βουδαπέστη, που τα παιδάκια τραγουδούσαν ένα σκοπό, κάπως έτσι «Να ‘φτανε ο Δούναβης μέχρι την Ελλάδα, μ ένα ποταμόπλοιο να βγαινα γοργά, να χαιρόμουν λίγο μέσα στη λιακάδα, γιατί εδώ πάντοτε, γκρίζα συννεφια..» Πόσοι το ονειρεύτηκαν αυτό, κι οραματίστηκαν την λιακάδα, και την κουβάλησαν με την λιακάδα του νου τους, σαν μια πολύτιμη αβασταγή, προσπαθώντας ν΄αλλάξουν την πορεία του ποταμού…


Ο Ρήγας Φεραίος, σε μια ελληνική ταβέρνα της Βιέννης, πίσω από την Ορθόδοξη Εκκλησία, καταστρώνει με συντρόφους και φοιτητές τις επαναστατικές του προκυρήξεις,ή τη νύχτα με κεράκι το φως του Διαφωτισμού. Μετά, πηγαίναν στο τυπογραφείο των αδερφών Πούλιου, τις έβαζε σε μποτίλιες και τις έριχνε στο Δούναβη, και κυλούσαν με τη δύναμη του λόγου, τη τρομερή, μες στα Βαλκάνια. Γιατί ο «Αντωνιος Κυριαζής», πίστευε στην ενότητα των Βαλκανιών, απ’ την οποία τώρα κρυβόμαστε. Και τα λόγια κυλούσαν, ως να τον καταδώσουν οι χαφιέδες, και το σώμα του μαζί μ’ άλλους οκτώ, να ριχτεί νεκρό, στο Δούναβη του Βελιγραδίου. Όμως τα λόγια πλέουν ακόμα…Αυτός είναι ο Δούναβης που ενώνει την Ευρώπη, κι αυτή είναι η Ιστορία που δεν μας διδάσκουν.


Σαν πεταλούδα μέσα απ’ το κουκούλι της, ξεπρόβαλλε εκείνη μές απ’ τα σεντόνια, και του χαμογέλασε…
-«Θες καφέ?» την ρώτησε. «Καλημέρα…»
και τη φίλησε στο μάγουλο, που ’ταν ακόμα ζεστό από το μαξιλάρι κι από τα όνειρα…














O πύργος στη Neboiza,παραδουνάβεια του Βελιγραδίου. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή ο Ρήγας Φεραίος και οι σύντροφοι του.

Η ΘΕΑ.

Τη θέα τη βλέπουν τα μάτια μου, μπαλκόνι δεν έχω. Θα φυτέψω ένα. Κάθε μέρα θα κολλάω ένα τούβλο.Κάποια στιγμή, θα προεξέχει μπαλκόνάκι. -Το θέμα είναι, αυτοί που έχουν βεράντες και βλέπουν στον ακάλυπτο

Saturday, April 28, 2007

ΓΙΑ ΚΑΚΟ ΒΙΟΛΙΣΤΗ...


Οι νότες για κακό βιολιστή είναι τρεις: ντο, ρε, ΜΗ!!

ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΑ (ΦΑΝΑΡΙ ΣΤΟΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ)



Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ...

ΝΑΥΑΓΙΟ ΣΕ ΛΙΜΑΝΙ ΝΗΣΙΟΥ

Άπειρος πλοηγός, σε χαρτογραφημένο ύφαλο προσκρούει, μες στο λιμάνι του νησιού με τα πλωτά φώτα και τα υδρόβια χωριά, ενυπήρχε ήδη ο κίνδυνος. Κι ας είναι μες στην αγκαλιά, είναι θέμα λεπτών η σωτηρία, απ’ το ψυχρό σου βλέμμα και τα νύχια.

Κόκκινο φεγγάρι
Καίει τον ελαιώνα

Καμπάνα μεγαλοβδόμαδη
Θ’ ανάψουμε λαμπάδες
Την Κυριακή

Επιτυχώς εκκενώθη και πλήρως. Ξαφνιάζει, φέρουσα επιτάφιο, μια πομπή προσκόπων.

Πέτρα ψαλίδι χαρτί
Γίνε ναυάγιο γιορτή
Και «ουφ» της ανακούφισης

Αφοπλιστικά, χάσαν μονάχα οι εφοπλιστές. Μα δυο άνθρωποι –φευ!- ναυαγώντας χαμένοι, πουθενά δεν τους βρίσκουν, μήδε στα συντρίμμια, μήδε στο νησί.

Θα τους δεις σ’ άλλη διάσταση
Όπως σε πέτρινες νησίδες
Στην εθνική οδό
Φυτρώνουν παπαρούνες

Πλωτή μου λύπη
Νησί της Θύρας
Χριστός Ανέστη
Ναυπήγησα!


Thursday, April 26, 2007

ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ


Η θέση της τεχνολογίας στην ποιότητα ζωής μας, μπορεί να αντικατοπτριστεί στην περίπτωση της κυλιόμενης σκάλας. Όταν λειτουργεί μας διευκολύνει, αλλά, άπαξ και μένει στάσιμη, μας κουράζει διπλά.

ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΑ ΑΝΑΤΟΜΕΙΑ


Μια και ο χαρακτήρας των blogs είναι κατ’ αρχήν ημερολογιακός, νομίζω ότι έχω το δικαίωμα να καταθέσω εδώ κάποιες σκέψεις και εντυπώσεις μου, γενόμενες από την καθημερινή δραστηριότητα και εμπειρία.

Μακάβριο και απόμακρο φαντάζει στους περισσότερους από μας το θέαμα ενός νεκρού σώματος μέσα στο ανατομείο. Μ’ αυτήν την προκατάληψη το προσέγγισα κι εγώ την πρώτη φορά, όταν κατέβηκα μαζί με την καθηγήτρια της ανατομικής στο υπόγειο μέσα στο οποίο κείτονται σώματα τεθνεόντων, ανατετμημένα προς μελέτη των φοιτητών, με την έντονη μυρωδιά της φορμόλης να σε ζαλίζει. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησα ότι όλα αυτά είναι επιφανειακά, και ότι δε μπορεί να ονομαστεί κάτι μακαύριο όταν σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Αποκαλύπτεται βέβαια η ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και ο θρίαμβος της. Πρώτα πρώτα αυτή το τράνταγμα της ματαιότητας σε προκαλεί να αναθεωρήσεις πολλά πράγματα, να εξοστρακίσεις την αλαζονεία, να νιώσεις τη σημασία της αγάπης, και να επικεντρωθείς στην αναζήτηση του ρόλου για τον οποίο ήρθες πραγματικά σ’ αυτόν τον κόσμο. Η απομυθοποίηση αυτή, αίσθηση της παρεπιδημίας, μπορεί πιστεύω να ναι καταλυτική αν τη συλλάβεις.
«Ένα σώμα νεκρό είναι ένας λίθος πολύτιμος» λέει ο Πετζίκης. Πράγματι ανάγλυφα μέσα στη σιωπηλή τους χλωμάδα τα κεκοιμημένα σώματα, αποδεικνύουν
σοφία Πλάστη, εν τέχνη ποιήσαντος ναούς της ψυχής, Εικόνες Αγάπης. Επιπλέον μπορεί να αναρωτηθεί κανείς από πού προήλθαν αυτά τα πτώματα. Τα περισσότερα προέρχονται από αζήτητα άτομα του γηροκομείου ή άστεγους ζητιάνους. Ας συλλογιστούμε την περίπτωση ας πούμε ενός τέτοιου ανθρώπου, ενός κλοσάρ που στον 21ο αιώνα, περνά όλη τη ζωή του στο δρόμο, κρυώνοντας, ταπεινωμένος, κόβοντας στο παγκάκι λίγο τυρί με φρυγανιές να συντηρηθεί. Κι όταν εκπνεύσει κανείς δε το αναζητά κι όπως στη ζωή κανείς δεν τον αναλαμβάνει, και καταλήγει αν μη τη άλλο, το φτωχό του σώμα, προσφορά στην Επιστήμη. Η ανατομή πρέπει να γίνεται με σεβασμό, συνειδητό αλλά και επιβεβλημένο. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που κάποιοι γίνονται εθελούσια δωρητές. Ας μην ξεχνάμε την περίπτωση του Αντώνη Σαμαράκη, που αγαπούσε και πίστευε τόσο πολύ τους νέους ανθρώπους, που δώρησε το σώμα του για να μελετήσουν, στο πανεπιστήμιο Αθηνών, κι αυτοί δεν θέλαν να τον κόψουν, γιατί ήταν ο «Αντώνης τους».
Δεν είναι λοιπόν κάτι τόσο φοβερό κι απόκοσμο τα πτώματα του ανατομείου, που κάποιοι δε θέλουν ότι να ακούν γι αυτά. Κατεβαίνεις σ’ αυτό το υπόγειο, σα να εισέρχεσαι στον Άδη. Όταν όμως ξανανεβαίνεις στον κόσμο, μ’ έναν ήλιο λαμπερό, αντικρίζεις τους περαστικούς συνανθρώπους σου και σκέφτεσαι, δε θα μπορούσα να έρθω πιο κοντά στον καθένα απ’ αυτούς, πιο καλά γνωρίζοντας τους απ’ ό,τι τώρα, που μπορώ να τους βοηθήσω, με αγάπη και τιμή.

Wednesday, April 25, 2007


Φόντο ηλιοφάνειας...
(Π.Ι.)

ΑΥΛΙΤΣΑ

Ξέχασε στο σπίτι τα φώτα ανοιχτά.

Ο ξενιτεμένος μάλλον γεννιέται ξενιτεμένος.
Κι η πατρίδα του συνοδεύει το σκηνικό
Όπως ορχήστρα σε υπόγειο κοίλο, στην όπερα.
Απ’ το ρείθρο του πεζοδρομίου
Βροχή περίπατοι κυλούν
Έτσι όπως ξέρουν να επικοινωνούν οι δρόμοι
Και εκβάλλουν στη Μεσόγειο.
Το απόγευμα είναι μια ανθισμένη καμινάδα.
-Θυμάμαι το δάσκαλο να καπνίζει.
Διακριτική συνέπεια του τραμ
Που περνά μέσα απ’ τα δέντρα ανάλαφρο
Οι δάσκαλοι περνάν απ’ τη ζωή μας
Μ’ ένα χωνάκι παγωτό.
Μόνο μια αυλίτσα να μας δεχτεί,
Ν΄ ανεμίζει η τετράγωνη κουβέντα
Με κιθάρα που ανάβει τα ρεσώ
Ταξιδεύω ως και τη μπουνάτσα
Που ‘χε όταν κοίταζα τα μάτια της.

Κι είδε το σπίτι απ’ έξω φωτισμένο
Μα δεν είχε τα φώτα ξεχάσει
Ούτε τα κλειδιά:
Τον περιμέναν μέσα οι δικοί του
με χορούς και με χόβολη

Friday, April 20, 2007

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟ "ΘΟΥΡΕΙΟ'"

Διάβασα κάπου, κάποια λόγια του Οδυσσέα Ελύτη απο μια δήλωση του στη νεανική εφημερίδα "ΘΟΥΡΕΙΟΣ" και θεώρησα σκόπιμο να τα παραθέσω, είναι φάρος.

"Πέταξα πάνω από μισό αιώνα για να ρθω στη θέση του σημερινού εικοσάχρονου και να του πω: Είναι δύσκολος ο αγώνας που τον περιμένει, αλλά αξίζει τον κόπο να τον αναλάβεις. Στον δικό σου τομέα και με το δικό σου τρόπο, αλλά σωστά, καθαρα, τίμια. Για το καλό της ανθρωπότητας, για την ειρήνη, για τη δημοκρατία".

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΜΑΥΡΗ ΕΠΕΤΕΙΟ...


21η Απριλίου, 40 χρόνια μετα την επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα. Η γενιά μου, όπως το μικρασιατικό διωγμό από τους παππούδες της, ήρθε σε αμεση επαφή με την επικρατούσα ατμόσφαιρα εκείνων των χρόνων, από τους γονιούς της και τους δασκάλους της. Τα πλησίασε ακόμα από τη σχολικές γιορτές,τα τραγούδια, τα αφιερώματα, και τον έντονο τους απόηχο μές στις ακόλουθες δεκαετίες, στις οπόιες γεννήθηκε. Έχει μία σχεδόν βιωματική σχέση με όλο εκείνο το κλίμα, καθώς απ όλους τους φορείς κοινωνικοποίησης δέχονταν ποικίλα μηνύματα εμπειρίας και ιδεολογίας.
Παρακολουθούσα τις προάλλες κι εγώ μια εκπομπή-αφιέρωμα στη χούντα, φρίττοντας απ’ την ηλιθιότητα των λεγομένων των δικτατόρων: «όποιος κυκλοφορεί στο δρόμο μετά από μια ορισμένη ώρα απειλείται με πυροβολισμό» (!) ή έλεγε ένας επιζών από δαύτους με θράσος «αν θέλατε θα μπορούσατε να μας διώξετε ήδη απ’ την πρώτη μέρα, για να μη το κάνει ο λαός σημαίνει ότι μας ήθελε». Και σκεφτόμουν αν είναι δυνατόν να μπόρεσαν αυτόι οι παράφρονες και ανόητοι άνθρωποι να μπορέσουν όχι μόνο να αναρριχηθούν, αλλά και να επιβάλλουν την εξουσία τους για 7 ολόκληρα χρόνια, και μάλιστα σ’ ένα τόσο βασανισμένο (και άρα υποψιασμένο) και με δημοκρατικό παρελθόν λαό. Με κορυφαία ηλιθιότητα φυσικά την απώλεια της βόρειας Κύπρου, απ τους χειρισμούς τους. Ωστόσο, απ’ ότι μπορώ να διαπιστώσω το κοινωνικό έδαφος της κοινωνίας ήταν αρκετά πρόσφορο για να βρει πάτημα ένα τέτοια καθεστώς: o μικροαστισμός είχε αρχίσει να φύεται στην καθημερινότητα των ελλήνων, ο εφησυχασμός, ο συντηρητισμός και ο ατομισμός άρχισαν να αποτελούν παθολογικές πραγματικότητες στο νεοελληνικό γίγνεσθαι, και έπρεπε να γίνει κάτι τέτοιο για να ανασκαλέψει την αγωνιστικότητα και να προκαλέσει την έντονη αντίδραση με ποικίλους τρόπους, και πάλι όχι απ’ όλους, ή όχι έμπρακτα. Χαρακτηριστικό είναι το βίντεο(μπορείτε να το δειτε, ατο τέλος της σελίδας) από μια ταινία του κωμικοτραγικού ηθοποιόύ της ρωμιοσύνης Θανάση Βέγγου, που δείχνει (όπως ο Σαρλό για το Χίτλερ) την φοβισμένη και συσσωρευμένη αγανάκτηση που την εξωτερικεύει εσωστρεφώς με το τραγούδι του, που προσκρούει στο άκαμπτο τείχος του καθεστώτος.
Σήμερα, που έχουν καταλαγιάσει οι θόρυβοι απ’ τα τάνκς, αυτά μας φαίνονται πολύ παράξενα, γιατί οι ελευθερίες της δημοκρατίες είναι αυτονόητες μέσα μας. Κάποιοι όμως αγωνίστηκαν για να επανακτηθούν αυτές και να στεριώσουν, με όλα τα μέσα. Και αυτοί, οι περισσότεροι, είναι εδώ,δίπλα μας, πρόσωπα υπαρκτά, οι συγγενείς, οι δασκάλοι μας, οι πνευματικοί μας άνθρωποι, οι τραγουδοποιοί μας. Δεν είναι όπως άλλους αγωνιστές της ελευθερίας που τους γνωρίσαμε μόνο μέσα από τα βιβλία και μας χωρίζουν χρονικές απόστασες τόσο όσο να χουν γίνει μύθοι στο μυαλό μας. Μεγαλώνουμε μέσα σε τέτοιους ανθρώπους, και είμαστε λοιπόν πολύ τυχεροί που έχουμε άμεση επαφή μ’ αυτά τα πρότυπα ελευθερίας, Δημοκρατίας και αξιοπρέπειας. Έτσι όχι μόνο μπορούμε να αντλήσουμε απ’ αυτούς τέτοιες αξίες, αλλά μπορούν και να μας καθοδηγήσουν (βλέπε αιώνιος έφηβος, κ. Θεοδωράκης, κι όχι μόνο), για το πώς τα εχέγγυα αυτά να τα καταστήσουμε ενεργά μέσα στη συγχρονη κοινωνία της (υπερ)πληροφόρησης, του καταναλωτισιμού, της αμερικανικής παντοδυναμίας.
Νέοι ήταν κι αυτοί τότε, όταν αγωνίζονταν με την αγνότητα και το πάθος της ηλικίας τους για την άρση της ταπείνωσης, τα δικαιώματα του Έλληνα, που ακτινοβολούσε και σ’ όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Νέοι κι εμείς, έχοντας στο οπλοστάσιο μας τα δημιουργικά υλικά της νιότης μας, το πάθος, τον ενθουσιασμό, την φιλελευθερία, την αγνότητα, το συγχρονο πλεονέκτημα του διαδικτύου, που αποτελεί ένα πολύ ισχυρό βήμα έκφρασης, προάγει τη δημοκρατία. Το ζήτημα είναι λοιπόν να βρούμε τόπο, τρόπο και μορφή να τα αξιοποιήσουμε όλα αυτά. Καμιά φορά νιώθουμε σα να χουμε τον έρωτα μέσα μας να σφυζει, και προσπαθούμε να βρούμε που να τον εκφρασουμε. Μας θολώνει λίγο ο αυτός ο αλλωτριωτικός συρφετος της υπερπληροφόρησης, της τηλεόρασης, της αμερικάνικης ηλιθιότητας και χυδαιότητας, που σίγουρα αποπροσανατολίζει.
Είναι όμως και κάτι άλλο, η αρνητική όψη του να χεις τόσο άμεση επαφή με τα πρότυπα σου, βιώνεις την απογοήτευση κι εσύ για παρασκήνια, μετέπειτα συμπεριφορές, λάθος δρόμους, εξαιρέσεις… Αυτά τα αποτυπώνει πολύ καλά ο στίχος του Σαββόπουλου « αξύριστος με την πιτζάμα, απ’ την μεταπολίτευση». Είδαμε πολλούς, που ίσως δεν είχαν και τόσο ενεργό ρόλο τότε, να απολαμβάνουν της δάφνες τους, να αποζητάνε τη δόξα που τους χρωστάμε με την ψήφο, να κοκκορεύοναι στα τηλεοπτικά πάνελ, αλλά και να αλλοτριώνοναι, να ξεχνάν το παρελθόν τους… Και όλα αυτά δημιούργησαν μία απαξίωση μέσα μας για την πολίτική, και τους πολιτικούς, ενδόμυχα, πράγμα που οδηγεί σε επικύνδινη αδιαφορία. Αλλά και σε εσφαλμένη αντίληψη, που οδηγει σε κάτι φαινόμενα που μεπληγώνουν, να βλέπουμε τους συνομιλίκους μας να χαραμίζουν τη δημιουργικότητα, να ακουμπούν το πάθος τους (βλέπε πάλι «πολιτευτή» του σαββόπούλου) πέφτοντας θύματα των κομμάτων, για να προυπαντούν κυβερνητικούς και μη, να ετοιμάζουν σημαιούλες για αρχηγούς με κενολογίες, που υποόσχονται ένα μέλλον, σα watermelon. Και στιγματίζουν τα τρυφερα νιατα τους εγγεγρεμένοι, φανατισμένοι, διχασμένοι, και ουσιαστικά γελασμένοι.
Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί,που όπως πρέπει να γίνεται, βγαίνουν στους δρόμους (ή και με κάθε δημοκρατικό τρόπο), διαδηλώνουν για την παγκόσμια ειρήνη,την οικολογία την αδικία στον κόσμο, το βλέπεις το φως στα μάτια τους, τίμιο και ανυποχώτητο, να πολεμά για την αληθεία. Ίσως καμια φορά με κάποιες υπερβολές βέβαια, γιατί ακόμα ο πυλός ψάχνει ζεστός που να πάρει το σχήμα του, μέσα στην τόση θολούρα. Νέοι ήταν και τότε και τώρα εμείς. Με την «αχθοφόρα ορμή» μας να ψάξουμε να βρούμε τους κοινωνικούς και προσωπικούς μας φάρους, που θα μας οδηγήσουν στην έκφραση και την αξιοποίοηση της αλήθειας μας, μακριά από βρωμιάρηδες. «Γιατί αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα».Πήρα τηλέφωνο το φίλο μου το Θ. αργά το μεσημεράκι, ωραία μέρα είχε σήμερα φίλε του λέω, «όχι είχε, έχει» μου απαντάει…

ΣΤΗ ΖΕΣΤΑΣΙΑ ΕΝΟΣ ΨΙΘΥΡΟΥ


Βγήκα για δέκα λεπτά να ψωνίσω κάτι, ψιλόβρεχε. Δεν τολμάς να εκτεθείς στη βροχή και σε παίρνουν οι μυρωδιές, οι μνήμες σε παίρνουν. Μια οσμή από πράσινο μήλο, κι άρωμα κοριτσιού. Παράξενη ζεστασιά, ζεστή αγκαλιά των ανεπίστρεπτων πραγμάτων, ασάλευτη γιορτή… Η πρώτη αγάπη, που σε σφραγίζει ανεξίτηλα και τη νύχτες σε ξυπνά , σε γεμίζει μ’ αμφιβολία, έρχονται στιγμές που τη νιώθεις πατρίδα.
Πάντα όμως πρέπει να ’χεις κατά νου, πως η αγάπη τις περισσότερες φορές δε γιατρεύει, απλά ομόρφαίνει, τον τρόπο όμως που ε σ ύ βλέπεις τα πράγματα, κι αυτό ωστόσο δεν είναι διόλου αμελητέο. Βροχή κι αισθήσεις, αυτή είναι η «άλλη» δύναμη του νερού. Ω, ναι, το ξέρω καλά, ο Δούναβης δεν εκβάλλει στο Θερμαίκο, μα όταν στέλνω την καλησπέρα στους ανθρώπους μου, είμαι σίγουρος πως θα φτάσει με τις υπόγειες,ναι, των υδάτων διαδρομές.
Έχω μια ιδιαίτερη συμπάθια στα ποτάμια. Ξέρουν που παν, που εκβάλλουν, ξεπροβάλλουν σωτήρια, αυλακώνονται. Κοντά στο Δούναβη της Μπρατισλάβα, ορθώνεται το κτήριο της όπερας. Κάθε μέρα έχει μια παράσταση, αυτή είναι η μάζωξη του κόσμου. Κάθε απόγευμα, λοιπόν, πίσω απ’ το κτήριο αυτό, κάνουν στα καμαρίνια τους πρόβα οι πριμαντόνες. Πάω και στέκομαι εκεί, και στο απέναντι παγκάκι ένας γεράκος κουρελής. Κι οι δυό ζητιανεύουμε κορώνες. Αυτός τις παίρνει σε νομίσματα κι εγώ σε νότες. Σε νότες υψηλές που ηχούν όμως σα ψύθιροι.
Αχ, τώρα που κάθομαι και γράφω ήρθε και κάθισε μια καρδερίνα στο σύρμα της απλώστρας…Τι θαύμα κι αυτό!να ρίχνει τουλούμια όλη τη νύχτα και το πρωί να σηκώνεσαι και να βλέπεις μια λιακάδα… να γυαλίζουν τα δέντρα και μέσα στα νερά που ναι στις λακούβες, ν’ αντιφεγγίζει το τελαυταίο σύννεφο που διαλύεται. Από την άλλη μεριά του Δούναβη, υπάρχουν πάρκα και δασάκια, που τωρα το φθινόπωρο, παίρνουν πολλά πολλά χρώματα, απ’ το κόκκινο ως το κίτρινο, και βλέπεις τα φύλλα μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική τρυφερότητα να αιωρούνται καθοδικά, τους ποδηλάτες και τα καρότσια, και την παρέα που παίζει ένα παιχνίδι γαλλικής προελευσης, που δεν το χω ξανακούσει.
Κι έτσι πως βλέπεις τα φύλλα να πέφτουν, λέξεις που αιωρούνται: νοσταλγιά, νόστος και άλγος, πόνος όμως ηδύς. Φωταψία, αφή φωτός, με την άκρη των δαχτύλων. Αφουγκράζομαι, τι θεσπέσια λέξη! Κι έτσι σ’αυτή την πόλη δεν είμαι πλανόδιος, αλλά πλαν-ώδιος, περπατάω και τραγουδώ την ομορφιά. Και τον πόνο ακόμα, που μας λαξεύει, όπως το μάρμαρο το σφυρί, που από πέτρα το κάνει άγάλμα. Και το αγαλμα, απ’ το αγάλλομαι προκύπτει.

Wednesday, April 18, 2007


Η 95 χρονη Irena Sendler από την Πολωνία, κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, έσωσε μέσα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Εβραίων,2500 παιδία, με κίνδυνο της ζωής της, φυγαδεύοντας τα σε πολωνικές οικογένειες, εκμεταλλευόμενη την ιδιότητα της ως νοσοκόμα. Ο πόλεμος τελείωσε, κι όταν το σοσιαλιστικό καθεστώς επεκράτησε στην Πολωνία, όχι μόνο δε της αναγνωρίστηκε καμία προσφορά, αλλά διώχθηκε κι όλας, τέθηκε σε περιορισμό, θεωρούμενη ως «αντιδραστική», απαγορεύτηκε στα παιδιά της να σπουδάσουν. Και ήρθε η ώρα, στα 95 της χρόνια, από μια ομάδα φοιτητών που τυχαία βρήκαν μια μνέια στο διδίκτυο, το έργο της να λάβει δημοσιότητα, και να προταθεί για Νόμπελ Ειρήνης. Και το μόνο που είχε να πει, αντί παραπόνου για την βασανισμένη ζωή της που γνώρισε την αδικία και την πίκρα, ήταν «λυπάμαι μονάχα, που δεν έσωσα κι άλλα...»
Δεν είναι παράξενο να μην έχετε ακούσει τίποτα, γι αυτόν τον ά ν θ ρ ω π ο που θυσίασε τη ζωή του στο βωμό του έμπρακτου αλτρουισμού. Οι περισσότερες εφημερίδες την στρίμωξαν σε μια στήλη, και οι τηλεοπτικές ειδήσεις ίσα που έκαναν ένα σύντομο ρεπορτάζ. Πίεζε ο χρόνος για τα σίριαλ. Στη γαλαρία της ενημέρωσης ταξιδεύουν κάτι τέτοιες ειδήσεις. Που ψυθιρίζοντας κάτι στις μονάδες, θα μπορούσαν ν’αλλάξουν τον κόσμο. Θυμάμαι την ταινία που πήρε πρόσφατα όσκαρ, τη «Ζωή των άλλων» (ίσως η καλύτερη ταινία που χω δει), όπου κι εκεί κάποιος, εκμεταλλευόμενος τη θέση του κατάσκοπου, θυσίασε την άνεση που το προσφέρονταν από το σοσιαλιστικό καθεστώς για να βοηθησει έναν καλο άνθρωπο. Έβγαινες καλύτερος απ’ αυτην ταινία. Οι μεγάλοι κινηματογράφοι την αγνόησαν, προτίμησαν του Holywood, την πρόβαλλε μόνο ένα σινεμά μες στο στενάκι. Κι όμως έσπασε ταμεία, πούλμαν γέμιζαν από την επαρχία, καθημερινά. Τι άλλο είναι το ποιοτικό, παρά το ανθρώπινο...Και την κυρία αυτή, που να της χαρίζει ο Θεός χρόνια, δεν την ενδιαφέρει στην ουσία αν αναγνωρίζεται ή αν διώκεται-για δική μας κληρονομιά πρόκειται. Το ίχνος της το άφησε στην ανθρωπότητα. Γιατί έτσι χτίζεται η ανθρωπότητα, από ίχνη. Από το Σωκράτη μέχρι τους αγωνιστές του πολυτεχνείου, που χασαν χέρια και πόδια, αλλά δε φάνηκαν ποτέ. Γιατί απλά θέλησαν να παραμείνουν αγνοί.
Ίσως, ό,τι χρώματα φυτρωνουνε την άνοιξη
δεν είναι παρά μια αρχαία
ανθισμένη καρότσα
που κάποιος είχε
ξεχάσει στους αγρούς,
και λουλουδιασε...
Το κάστρο του Devin, στα σύνορα Σλοβακίας-Αυστριας, όπου διασταυρώνονται ο Δούναβης με το Μοράβα. Απ΄το 12ο αιωνα.

Tuesday, April 17, 2007

ΖΑΧΑΡΟΤΕΥΤΛΑ

Το σπίτι είναι σώμα που οξυγονώνεται, του κάνουμε ηλεκτρική μαρμαρυγή, είν’ ένα κύκλωμα που διαρρέεται από ρεύμα. Υπάρχουν φορές που αφαιρώ τη μάσκα, αποσυνδέω τα ηλεκτρόδια, κατεβάζω δηλαδή το τηλέφωνο και καταργώ το διαδίκτυο ή κλείνω καλά τα παράθυρα. Μα τη νύχτα το σπίτι γεμίζει ζωή :βάζω πλυντήριο κι ο θόρυβος ακούγεται σταθερός κ επαναλαμβανόμενος, καθώς βλέπεις τα ρούχα μ’α- φρούς από το φινιστρίνι –σπουδαία συσκευή, σε ταξιδεύει. Ζωντάνια ακόμα κι απ’ το βραστήρα, την τοστιέρα, το ψυγείο, κι απ’ το ποδήλατο της γυμναστικής, που γράφει στο καντράν φανταστικά χιλιόμετρα, με φόρα και passive activity.
Στα κουβούκλια του ντουζ φοράς την ειδική στολή της γύμνιας και σέρνεις την πόρτα, έτοιμος να εκτοξευθείς σε μια ειδική αποστολή, με τόσους υδρατμούς. Κι ανοίγεις ύστερα ξανά την πόρτα, άρτι αφιχθείς κ προσμένων δόξες.
Αυτό το κομψό λαμπατέρ πώς μεταμορφώνει τέσσερις κίτρινους τοίχους όταν,ανάβει πλάι στα cd με τα υγρά ηχεία. Και τα συρτάρια τη νύχτα, ανοίγουν τελετουργικά,για να πάρεις το οινόπνευμα ή ένα ζεύγος κάλτσες, γυρεύεις δωράκια και σημειώματα, όπως χώνει η αρκούδα το χέρι της στο δέντρο για να πάρει το μέλι, σιγά, μην ξεχυθούν οι μέλισσες. Καθρέφτες που εκπλήσσουν με την αξυρισιά, κουρτίνες πλεκτές, ημιδιάφανες, σα νυφικά της σελήνης που μπαίνει. Συνθετικά μαξιλάρια, πόστερ και γυάλινα αποτυπώματα. Τα διαμερίσματα τη νύχτα, είν ένα οικοσύστημα στιγμών και εντυπώσεων.
Θυμάμαι μες στο τελευτάιο τρένο, Βιέννη-Μπρατισλάβα, είμασταν σχεδόν μόνο εμείς κι ο οδηγός, βγαίνοντας απ’ το βαγόνι, μια μεθυσμένη κυρία μου λέει: no control, δε χρειάζεται εισητηριο, ταξιδευω κάθε μέρα free, κι εγώ. Κι ύστερα έγειρα να ξαπλώσω.
Coca cola, fujizu, fiat. Μέχρι και στα όνειρα που βλέπουμε τη νύχτα,διαφημίσεις κοιτάνε να στήσουν, χορηγοί στο ασυνείδητο, κι από τον ύπνο μας κοιτάνε ν’αρπάξουν. Μα εγώ βλέπω απ το κάστρο του Devin τα δυο ποτάμια που ενώνονται, σαν να ναι απ’ έξω, μέρα.
Νιώθω καμιά φορά σα να ζούμε σ’ ένα ενυδρείο, κάποιοι από μας φυσάνε λίγες πέρλες, οι περισσότεροι απολαμβάνουμε την τροφή που μας ρίχνουν. Κι όταν φορές φορές βρούνε κοράλλια κι άγκυρες στο ενυδρείο, προβληματίζονται.
Μες στα βρεμένα εδάφη, με το ρύζι και τα ζαχαρότευτλα, κουράστηκα. Πότε επιτέλους θα βγούμε σ’ ένα ξέφωτο…Έχω μια μικρή ελλάδα μες στο σπίτι, τη διανθίζω και τη θρέφω, πονεμένα και γνήσια. Με ήχους από σμήνη, κι ανάσες αιολικές.