Sunday, November 11, 2007

Η ΝΑΝΑ ΜΟΥΣΧΟΥΡΗ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ


Πρόσφατα, είχα την τύχη να βρεθώ στο Royal Albert Hall του Λονδίνου, στα πλαίσια της αποχαιρετηστήριας περιοδείας της Νάνας Μούσχουρη. Το θέατρο ήταν κατάμεστο και ο κόσμος την αποθέωνε, χειροκροτώντας την επι ώρα όρθιος. Ήρθαμε να δούμε τη Νάνα μας, έλεγαν οι Άγγλοι. Κι εκείνη, μετά από ένα γεμάτο πρόγραμμα τριών ωρών, έβγαινε και ξανάβγαινε για να τους αποχαιρετήσει, πετώντας πίσω τα λουλούδια που της χάρισαν.
Αγαπώ και θαυμάζω αυτην τη γυναίκα από μικρός, όχι μόνο για τη χαρισματική φωνή και το πλούσιο της ρεπερτόριο αλλά κυρίως για κάτι άλλο σπάνιο: κατάφερε να ξεπεράσει τα ελληνικα σύνορα, έτσι που χωρίς να χάσει την ελληνικότηά της, οι Γερμανοι, οι Γάλλοι, οι Βρετανοί, οι Βέλγοι, να την θεωρούν εθνική τους τραγουδίστρια, να έχει εκκατομύρια θαυμαστές σε όλη τη Γη, κι έτσι που απόφασίζοντας να κλείσει την καριέρα της, να κάνει μία πραγματικά παγκόσμια περιοδεία. Αυτό το άλμα είναι κάτι που λίγοι Έλληνες το κατφέρνουν (βλέπε Μαρία Κάλλας, Αρβελερ, Γεώργιος Παπανικολάου, Ευγένιος Τριβιζάς). Αν έμενε στην Ελλάδα, θα χαντακώνονταν, δεν τη χωρούσε. Διέδοσε τόσο την ελληνική κουλτούρα, που μια άλλη χώρα θα της χρωστούσε μεγάλη ευγνωμοσύνη. Αλλα οι Έλληνες, με τον κομπλεξισμό τους, της χρεώνουν ότι δεν παρέμεινε στην Ελλάδα. Οι Νεοελληνες, που συνήθως ξεχναν, ότι καλές είναι οι ρίζες, αλλά χωρίς κλαδιά δεν λεν και πολλά. Τραγούδησε στα μεγαλύτερα θέατρα, σε δεκάδες γλώσσες, όμως πάντα φρόντιζε να προάγει την ελληνική, και την ελληνική κουλτούρα. Μαθήτρια του Χατζιδάκι, και ψυχοκόρη του Γκάτσου, είχε μια γερή κληρονομιά. Από το χάρτινο το φεγγαράκι, ως τον τελευταίο της δίσκο στα ελληνικά κρατάει 50 χρόνια μiια σταθερή ποιότητα, δοκιμάζοντας την τέχνη της σ' όλων των ειδών τις μουσικές, και συνεργαζόμενη με τις σπουδαίους καλλιτέχνες, διεθνως. Harry Belafonte, Quincy Jones, Leonard Cohen, Mischel Legrand, Qulio Engelsias και πολλους άλλους. Εχει αποσπάσει σηματικά βραβεία, κι είναι απ' τους πρώτους καλλιτέχνες σε πωλήσεις δίσκων, μαζί με τους Beatles.
Διετέλεσε ευρωβουλευτής και πρίοσφερε σηματικό έργο στη unisef, ως πρέσβειρα καλή θέλησης. Αυτή η γυναίκα είχε πολλή αγάπη μέσα της, την έδωσε και την πήρε πίσω πολλαπλή. Παιδί του πολέμου, έχοντας τα πρώτα μουσικά ερεθίσματα, από το θερινο κινηματογράφο που εργαζόταν ο πατέρας της, παρέμεινε το σεμνό αηδόνι με τα μεγάλ γυαλιά σ' όλη της την πορεία. Κλείνοντας, την ακόυγαμε να τραγουδάει "Ι did it in my way...", με το λευκό της φόρεμα, και σκεφτόμουνα συκινημένος, ναι αυτή είναι. Η Νάνα Μούσχουρη των Εθνων.


DIES ALBA


Άσπρη μέρα ξέξασπρη κι απ' τον χιόνι ξεξασπρότερη! Ξυπνήσαμε σε μια λευκή Κυριακή, που λυσε με μιας την απορία "προς τι τόσο κρύό τις μέρες αυτές". Το χιόνι, κατι ψυχρό και τόσο ζεστο συνάμα, να πέφτει δυνατά και σιωπηλά, όλη τη νύχτα ετοίμάζοντας το θαύμα για εσένα. Παιδί ξανά μπρος το παράθυρο, να χαίρεσαι που δεν θα ' χεις σχολείο, και βγαίνεις με σκούφο για χιονοπόλεμο.
Το χιόνι κρύβει μυστικά, γίνονται όλα πιθανά, σαν μες στα παραμύθια. Τα εγκλωβίζει στην αθωότητα, μειώνει τις αντιθέσεις, όλα τα σμίγει και τ' ανδυκνύει ταυτόχρονα. Ενα λουλούδι θαμμένο, τα βήματα κάποιου ανθρώπου να το μτο βάφει μολεύουν, κι έν απληγωμέβο πουλί, που το βάφει κόκκινο. Στέγες, τρούλοι και καμινάδες, οι παπιες δίπλα στο ποτάμι, να τρέχουν, κι ένα μωρό να τις κηνυγά. Το δέντρο τινάζεται, σαν συναχωμένο.Ένα ζευγάρι που ζεσταίνεταιμ' ένα φιλί. "Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα" λέει ο Ελύτης.


















Το κάστρο το τυλίγει ομίχλη και χιόνι. Κόκκινο αίμα, φύλλα κόκκινα, και Δύση. Ο χιονάνθρωπος θα λιώσει μέχρι αύριο, μάτια καραμέλες και κουμπιά νομίσματα. Αρχές Νοέμβρη, και το στρώνει, φαντάσου τι θα γίνει μετά! Να βλέπει θέλω άσπρες μέρες ο κόσμος. Κι ο μόνος πόλεμος, να ο χιονοπόλεμος...

Thursday, November 8, 2007

ΟΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ
























Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΕΡΩΔΙΟΣ, η ποιητικη συλλογή ΟΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ. Ειναι διαθεσιμη σε:

-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: Βιβλιοπωλείο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ, Ερμου 61 (κεντρική διάθεση), ΙΑΝΟΣ (κεντρικό Αριστοτέλους και περιφερειακά), ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΑΚΗΣ, ΡΑΓΙΑΣ, ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ.

-ΑΘΗΝΑ: EΣΤΙΑ, Σόλωνος, ΙΑΝΟΣ

-ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ: Ν. Μουδανιά,Ο ΙΩΝΟΣ, Η ΜΑΘΗΣΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Πολύγυρος.

Αυτή είναι ίσως η λειτουργία της ποίησης, μας απεγκλωβίζει από το εγκόσμιο, μας επανεντάσσει στο παγκόσμιο, στο ένα, το αληθινό. Είναι το όχημα για το ταξίδι προς το ζάπλουτο μηδέν. Η αθλιότητα της στείρας φιλοσοφίας, μπορεί να αντικατοπτριστεί στη φράση «είναι καλός» ή «δεν είναι κακός». Μα αρκεί αυτό για να περιγράψει το είναι μας; Πόσο το αδικεί! Ενώ η ποίηση το αποκαθιστά με εικονοφόρα πλέγματα, με κωνοφόρα τοπία, που λάμνει η συνέχεια και λάμπει η εμπειρία. Ο ποιητής αποτολμά και προχωρά μ’ ερωτηματικά. Που ναι όμως πολύ πιο βέβαια από κάτι σιγουριές με γραβάτα. Γιατί εμπεριέχουν, ανάσα από ψίθυρο, το ναι της ανθρωπότητας, σαν ηλεκτρική εκκένωση, που επειδή ακριβώς είναι τόσο έντονη, καταγράφεται. (Από τον Πρόλογο, εκδόσεις ΕΡΩΔΙΟΣ, Παναγιώτης Θ. Αριστοτελίδης, 2007)

Thursday, October 11, 2007

ΠΟΤΑΜΟΠΛΟΙΟ


Και ξάφνου βλέπεις ανοίγοντας την πόρτα

πως το δωμάτιό σου δεν είναι παρά

η καμπίνα του πλοίου.

Κι ας νόμιζες πως τόσα χρόνια

έχεις κι εσύ ένα σπίτι στη στεριά.

Στη μαρμάρινη πλατεία...


ΓΙΑ ΤΟ ΔΥΤΗ Η ΒΑΡΚΑ ΕΙΝ’ ΟΡΕΙΒΑΣΙΑ

Με το φακό στο κούτελο να ψάχνεις
Μες στη σκέψη του ανθρώπου
Σταλαγμίτες και χαμόκλαδα
Και μιαν ελπίδα τζάμι
Αμαξιού από σφαίρα

Άνοιξα τη βρύση στα ξένα
Κι έτρεχε νερό απ’ το βράχο του Πηλίου
Άνοιξε το θερμοσίφωνα
Να ζεστάνει η θάλασσα
Θα κατέβει κοκκινόχωμα
Θα τρέχει η βρύση αίμα.

Αίμα να μου παίρνεις απ’ τ’ όνειρο
Ήταν πολύ ζωντανό
Είχαμε λέει αγάπη για όλα
Κι είμαστε όλοι μες στο όνειρο
Μια μαραμένη ειμαρμένη
Που τώρα πάφλαζε
Σα να περνούσε τρεχαντήρι

Κοιμόταν πάλι στα παγκάκια οι κλωσάρ
Βγήκαν οι μπόγιες κι ανέλαβαν τη ζώγρηση

Κι όμως τα όνειρα μας νουθετούν
Μήκους μικρού μεγάλου πόθου
Να ξυπνάς αλλού

Στη μαρμάρινη πλατεία με τραπεζάκια στο γκρεμό
Ν’ απλώνονται στον ήλιο τα χωριά και να τήκονται
Με λεμονάδα ΕΨΑ και νεραντζάκι απ’ το πρωί
Κι ο τσαγκάρης να δουλεύει στην κουφάλα του πλάτανου

Δέσε κυρά μου τα μαλλιά σου να φύγουμε

Δε ξέρω εδώ που ρθαμε
Μπόλικο τραύμα ο κόσμος

Σαν φωτογραφία ποταμού...


ΑΣΤΑΘΗΣ ΕΝΩΣΗ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ

Σαν φωτογραφία ποταμού
Που εμφορείται τυχαία
Από σμήνος πουλιών
Ευτυχαίνω τη συγκυρία
Σήμερα γάμος γίνεται
Με νυφικά καραβόπανο
Κι εκκλησία μουράγιο
Οι μοτοσικλέτες στην αλάνα
Γεννοβολούν κονιορτό
Αορτή του χωριού
Καρδιά σε βυζαίνει της μέρας
Δυο ώρες καλοκαίρι ανά μιλιγκράμ
Στο αναβράζον μεσημέρι
Έγραφε η συνταγή
Σιρίτια από ιτιά
Για να γελάσω δεν αρκεί
Να πούμε «τυρί»
Ένα κερί ν’ ανάψεις
Για την ειρήνη
Που χουμε αποκτήσει με τον πόνο
Μια σχέση πλέον τροφοδοσίας
Φορτηγό στην εθνική
Κορνάρει και κατεβαίνεις
Για την πραμάτεια
Οι ταράτσες πιάνουν μόνο τα σήματα
Τα συμμερίζονται ηλεκτρολόγοι
Εντάξει καθάρισε η εικόνα στο νου μας
Δεν κάνει χιόνι το γυαλί
Ανθίζω γοερά και πάλλω
Στραμμένος στο μέλλον
Σαν ηλιοτρόπιο









ΑΠΟ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΜΗΛΑ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ ΣΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΤΗΣ ΠΡΑΓΑΣ




Η ΜΗΛΙΤΣΑ

Οι λέξεις σου μες στην καρδιά
Σαν το σκουλήκι μες στο μήλο
Κάνεις κι εσύ σαν τα παιδιά
Μάθε πως πια δεν σ έχω φίλο

Η μικρή μηλίτσα
Κάθεται και κλαίει
Πέφτουνε στο χώμα
Κόκκινα δάκρυα

Μες στο Αιγαίο πλέει
Κι όλο γι σένα λέει
Πως μ’ αγαπάς ακόμα
Σαν εδάφη πάτρια

Κρατάς μαχαίρι στη βραδιά
Και με μυρίζεις σαν το σκύλο
Μ’ ανοίγεις πρώτα την καρδιά
Κι ύστερα μου προσφέρεις μήλο

ΗΡΘΕ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ-ΣΤΗΝ ΑΚΟΥΑΡΕΛΛΑ ΜΟΥ

ΟΠΤΙΚΕΣ ΙΝΕΣ

Ήρθε το φθινόπωρο,
έβγαλε τα δέντρα από την πρίζα
κι άρχισαν να πέφτουν τα φύλλα.

Κοκκίνισαν στην άκρη
ανέβηκε το άιμα στο κεφάλι τους.

Κοιμήθηκες και η μορφή σου
πέρασε ανάγλυφη στο μαξιλάρι
σαν σε γύψο.

Ήρθε το φθινόπωρο
πήρες υλικό από την πρίζα
κι έφτιαξες μετάξι.

ΚΑΠΟΙΟΣ ΘΕΟΣ ΤΟ ΦΥΣΗΞΕ...

Ήσουν η άμμος
ήμουν φωτιά
και γίναμε γυαλί

μπορεί να γίνει θρύψαλλα
μα θα μείνει γυαλί

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ

Ετοιμάζουμε τις μηχανές για το ταξίδι- κάμερες, σίδερα, φορτιστές- σα να ντύνεις παιδιά. Οι χειρονομίες αναδίδουν προσμονή. Στ’ αεροπλάνο η τουρμπίνα ωθείται με τ’ όνειρο. Άνοιξες το χέρι να μου δώσεις φλουρί και μου δωσες το φόβο σου. Βαθμίδες φωτός, καθώς χαμηλώνει. Πλησιάζει η θάλασσα. Κάπως έτσι πρέπει να αισθάνεται κι ο γλάρος. Γλάρος ηλεκτρικός και αρμυρίκια. Αυτοκίνητο καναρινί. Να κελαηδάμε το τοπίο. Αρχοντικό Αλεπουδέλλη.
Γράφω σα να χαϊδεύω κεφαλάκια παιδιών. Ο Άγιος Ραφαήλ γυρνά μες στις ελιές με τα πέτρινα πεζούλια. Διψάει για το θαύμα η ψυχή. Σκαρφαλώνει σα κατσίκι. Κι είμαστε μέσα στον κόσμο σαν μια χελιδονοφωλιά. Τραγουδάμε και τρωγόμαστε. Από κει μαντεύουμε το απέραντο.
«Ένα Δόξα τω Θεώ ολόγιομο, χωρίς κραιπάλη διδαχών.» Χωνάκι χάμω για τις μέλισσες. Πουλιά, λουλούδια καμωμένα από κοχύλια, θαυμάσια. Από παιδί μ’ αυτά καταγίνονταν ο 60χρονος καλλιτέχνης. Μανταμάδες . Ταξιάρχης από αίμα και πυλό, μ’ αφιερώματα. Παραφυάδες του δε ξέρω είμαστε. Κι αυτός ο κόσμος μου βάζει δύσκολα. Μα νομίζω πως όποιος εκφράζεται με απολυτότητα, ασχημονεί.
Έχει αυτάρκεια η Λέσβος. Λαδαριά, μελίσσια, τσοπαναραίοι. Και αυτάρκεια ομορφιάς. Αξιοπρόσεχτο πως στα νησιά, τα μνήματα εκτείνονται στο καλύτερο σημείο, να βιγλίζουν οι ψυχές να ηρεμούν.
Ψαροχώρι, Σκάλα Συκαμνιάς, επίνειο Συκαμνιάς. Ντάτσουν κάτω από την καρυδιά, πλατάνι του Μυριβίλη. Απλωμένα χταπόδια που λιάζονται. Παιδιά με τόπια, βαρκούλες και μπαλκόνια χρωματιστά. Όνειρο . Η Σμύρνη απέναντι καίγεται στον ήλιο.Το κύμα ξεβράζει σαν αναστεναγμός. Η κατάδυση του ήλιου, το αιματηρό βασίλεμμα. Ευτυχώς δε το ξεμυάλισε ο τουρισμός τούτο το μέρος το ευλογημένο. Έχει ασπίδες κι αποκρίνεται στους προσκυνητές. Αειπάρθενη Λέσβος!
Κατεβαίνουμε. Ο Μόλυβος και το κάστρο του, μοιάζει με ηφαίστειο, που ξεχύθηκε η λάβα του, κι απλώθηκαν σπίτια, σχηματίστηκε το χωριό. Στοίβες φύκια, μαύρα βότσαλα, αρχαία. Μια κοπέλα στην προβλήτα, με λυγισμένα πόδια, σαν ροδάκινα. Η ομορφιά της αχινός. Αναμεταδίδεται το δειλινό απ’ το ράδιο. Στο βάθος κήπος. Ο παλιός της γιαγιάς μας, Αϊβαλί, Τουρκία. Με βουνά, γιγάντου γόνατο τριχωτό.

Ψαράκι και ούζο. Μυρίζει ψυχή και γλυκάνισσος. Ταβέρνα στο Μόλυβο. Μια βάρκα πολύχρωμη που –κοίτα να δεις- τη λέγανε ΔΙΑΦΥΓΗ, μ’ ελληνική σημαιούλα και μια γάτα πιο κει να ζητιανεύει τα απομεινάρια. Ήρθαν αργότερα και τα πυροφάνια, ήρθαν τα παιδιά, και φέρανε φρέσκια σαρδέλα. Άνω θρώσκω τη Μεγάλη Άρκτο, που δείχνει το Βορρά, η ματιά κολυμπάει στη νύχτα και στην ξαστεριά.

Άσε τις αναμνήσεις από χθες, κάτι θα αδικήσουμε. Είδα στη φωτογραφία τον προπάππου μου με τραγιάσκα, με τη φαμίλια του, τη γιαγιά μου μικρή, είχαν αρχοντικό χαμόγελο μέσα στη συμφορά τους. Οι πρόσφυγες χρησιμοποίησαν τη Λέσβο ως ενδιάμεσο σταθμό, το ’22. Αρκετοί έμειναν. Στο Μόλυβο έζησε κι ο Βενέζης. Ξερολιθιές στο δρόμο για τη Σίγρη. Ένα μπρίκι για χόβολη αγόρασα, με βραχίονα μακρύ.
Ραντάρ χαμελαιοντικά για τ’ αεροσκάφη του γείτονα. Φυλάγουν και το μοναστήρι του Υψηλού, φρούριο παλιό, με ανεκτίμητα κειμήλια, από το 1100 μΧ. Άμφια, μήτρες, χειρόγραφα. Εικόνες του 1830, λίγο μετά την Επανάσταση – αν και η μυτηλίνη άργησε ν’ απελευθερωθεί. Διατηρούν τα χρώματά τους εντυπωσιακά. Η αγία Άννα, η Ανάληψη, ο άγιος Αντώνιος. Τα πάθη του Χριστού και τα πάθη μας. Η Εκκλησία, όσο κι αν συχνά ψαλίδισε τη επαφή με τις αρχαίες ρίζες μας, είναι στενά συνδεδεμένη με την Παράδοση και την ιστορική μας πορεία. Κι αυτό το μοναστήρι, προσφέρεται για μελέτη ιστορική.
Κρανίου τόπος, αιολικό πάρκο, πρόβατα αμολημένα. Την ξεραίλα διασχίζουν πάσαλοι ηλεκτρισμού, που μεταφέρουν αργά αργά το ρεύμα και το φως σ’ όλη τη Γη. Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, τέτοιες μονάδες. Κάτι ανάμεσο σε λογική και ένστικτο, είναι το αίσθημα, που συνήθως επαληθεύεται. Το παρελθόν είναι για μένα περισσότερο η αίσθηση των γεγονότων πάρα τα ίδια τα γεγονότα. Απολιθωμένο δάσος. Κορμοί Σεκόγιας, που τους πέτρωση η λάβα και κείτονται. Ανάγλυφο φύλλο της φτέρης. Ένα κομμάτι της Γεωλογικής μας Ιστορίας. Κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία, να κόψουν τμήμα για τη συλλογή τους. Αυτή η πλήρης ασυνειδησία, αυτή η ασέλγια, απορρέει από τον ατομισμό, όπως κάποιοι ρίχνουν κεζάπι στα δέντρα, μπροστά απ’ το σπίτι τους. Για να μη μιλήσω για τα τσιμεντοειδή που φυτρώνουν μετά τον εμπρησμό.

Αλικές από κάτω. Ερεσσός της Ψάπφας. Κρουαζιερόπλοιο σηκώνει κύμα, πολυόροφο σα κινούμενη βραχονησίδα που λακκίζει. Πατάς; Στο νερό και στα λόγια της Σαπφούς, αγνοί άνθρωποι, υγρό χαλίκι.
Ο κόλπος της Καλλονής, μια μαχαιριά που σφάζει τη Λέσβο. Σκάλα σε δέντρο μες στο λιβάδι, γι’ αυτόν θα ναι η σκάλα του Μιλάνο. Πέσαν τ’ αστέρια και καρφώθηκαν στο βράχο, τα φωτάκια του Μολύβου. Πρωί στο λιμανάκι. Τι αδερφάκια που είναι η θάλασσα με τη στεριά! Ταϊζουμε τα κεφαλόπουλα και τα πουλιά. Τσούρμο τρέχουνε τα ψάρια, πρώτα τα μικρά, μέχρι να ρθούνε τα αμέσως μεγαλύτερα να τα διώξουν. Το δίκαιο του ισχυρού.
Το ζεστό λιμανάκι του Μολύβου, θαρρείς πως τα πάντα συνεργάζονατι άψογα για να δώσουν το αποτέλεσμα μια ζωντανής, συνεχώς εξελισσόμενης θεατρικής παράστασης. Ο μόλος παρουσιάζει παράξενους σχηματισμούς, που δίνουν την αίσθηση της γειτονιάς, με το σωρό τα δίχτυα και τα τραγούδια, να μπλέκονται απ’ τα απέναντι ταβερνάκια, Χαρούλα και Ρεμπέτικα.
Πλωμάρι. Μας δώσαν γιασεμιά και πέτρες της θάλασσας, ωραίες, με λούστρο. Εργαστήρι του ούζου, Βαρβαγιάννης βαρύς. Στον πλάτανο της πλατείας, μαζεύονται με τα παιδιά τους, οι νεότερες γενιές που πέταξαν να ζήσουν στις πόλεις, σαν μην πέρασε καιρός. Αυτό είναι το αμφιθεατρικό Πλωμάρι, με τον Αρίωνα να παίζει τη κιθάρα του στο λιμάνι.
Αγιάσσος, μ’ ανθρώπους γνήσιους, ξυλόγλυπτα, χαλβά και παστέλλι. Στη Λέσβο την αγαπούν πολύ την κατάληξη –ελλι (η)ς. Μωρέλλι σε λεν κι ας είσαι στα 20. Εδώ είναι και η εικόνα που φιλοτέχνησε ο άγιος Λουκάς από το 800. Μοσχοβολάει θυμάρι, προζύμι και λαδοτύρι. Οι άνθρωποι ανόθευτοι, μπορεί να θέλουμε πολλά για να φτάσουμε την απλότητά τους. Τέντες από φύλλα, καφές στη στάχτη.
Στη Μυτιλήνη οι κινηματογράφοι δουλεύουν ακόμα με κάρβουνο, κι ένα πελώριο φουγάρο αταίριαστο στο υπόλοιπο σκηνικό, νομίζεις θα εκραγεί από ώρα σε ώρα. Ανεβαίνοντας απ’ τα ανθισμένα τείχη, φτάνεις μέσα στις ελιές στο μουσείο του Teriade (Στρατής Ελευθεριάδης). Παραδίπλα, ένα σπιτάκι με έργα του Θεόφιλου. Τι μεγαλοψυχία και ευρύτητα θέλει για έναν φιλότεχνο να μετατρέψει ένα υπέροχο σπίτι σε πινακοθήκη! Τον βοήθησαν ο Matisse, ο Ελύτης και ο Τσαρούχης. Θεόφιλος, Τσαρούχης, Πικάσο, γάλλοι κομψοί. Χρώματα ζωηρά, ερωτικά σχέδια, «για να χαιρονται οι νέοι την ομορφιά της τέχνης, δηλαδή την ομορφιά της ζωής», σημειώνει ο εμνευστής. Η εικονογράφηση του ποιήματος « το τσίρκο» , από το Φερνάν Λεζέ. «Του Σαγκάλ άλογα, τσίρκο του Σερά», το λέει κι ο Καββαδίας.

Αυτή ήταν η Μυτηλίνη.
Επιστροφή. Οι λέξεις αργές, ανδύουνε λύπη, όπως η στάχτη καπνό. Καήκαμε πάλι. Ωραία.

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΓΑΘΟΙ...

Είμαστε άνθρωποι αγαθοί
Καθίσαμε κάτω απ’ την ελιά
Και έβοσκε η γαλήνη μας πιο πέρα

Ήρθαν κάτι φιόρια
Και μας λέγαν για εξέλιξη
Περάσαν παλιάτσοι, περάσανε μπάτσοι
Χαθήκανε
Αφήσαν παιχνίδια, αφήσαν στολίδια
Τα βρήκαμε

Είμαστε άνθρωποι αγαθοί
Κι όταν μας πικραίνουν
Μαζεύονται οι λέξεις μέσα μας
Οι σκέψεις συσκευάζονται
Σαν συναυλία
Ματαιωμένη απ’ τη βροχή

ΟΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ

Οι τρομοκράτες ενυπάρχουν μέσα στην καθημερινότητά μας, και μας απειλούν, σαν το παιδί που έφαγε το απαγορευμένο γλυκό. Δεν είναι μονάχα αυτοί που κάνουν τα μετρό ασφυκτικά, τ’ αεροδρόμια να παίρνουν μέτρα, αυτοί που τριβολίζουν τους λαούς, κι εκχυδαΐζουν το διαδίκτυο. Είναι και οι δακρυγόνες κουβέντες, οι αποκρίσεις μολότοφ, οι αρνήσεις, κι οι χειρονομίες καμικάζι. Πόσο κυκλοφοριακό έχουν μέσα τους αυτοί οι άνθρωποι και βγάζουν τέτοιο θόρυβο!
Κι ο άνθρωπος κάθεται, βάζει στο μικροκυμάτων τα ποπ-κορν κι έχει την εντύπωση πως πήγε σινεμά. Έχει κάνει και βιτρώ-πουλιά στο παράθυρο, να τα βλέπει -κάποτε δεν τ’ άνοιγε, κουράστηκαν και φύγαν.
Μάλλον τους έχουμε ανάγκη τους τρομοκράτες, γι’ αυτό δεν τους αποτινάσσουμε απ’ τη ζωή μας. Θα ερήμωνε. Άσε που τους περιέχουμε λίγο πολύ.
Μα βλέπεις καμιά φορά, όταν σηκώνεται το βλέμμα, γυρεύει κάτι μακρινούς συνδαιτυμόνες, ψάλτες, καπετάνιους, φιλοτελιστές. Να λένε «στην υγειά σας», σαν «δεύτε λάβετε φως»..

Tuesday, September 11, 2007

ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗ

Όχλος μαζεμένος προεκλογικά
Τον υποψήφιο βουλευτή περιμένοντας
Σα να περιμένουν τη φίρμα στο σκυλάδικο

Σημαίες, κόρνες και συνθήματα
Αιθαλομίχλη και συννεφόκαμα
Μες στα μυαλά των ανθρώπων ρίξτε

Και τα τραγούδια των ποιητών στο μεγάφωνο
Να προκαλέσουν δήθεν την έξαρση
Χωρίς να ρωτήσουν κανένα
Δώσαν τα άγια τοις κυσοί

Εκείνος πνιγόταν απ’ τον καπνό
Κι αποτραβήχτηκε από τον όχλο
Κάθισε στην απέναντι ταβέρνα
Και τους κοιτούσε γελώντας και κλείνοντας
Τα μάτια ν’ απολαύσει τα τραγούδια

Ύστερα πήρε το τηλεκοντρόλ
Κι έκλεισε τον ήχο
Κόρνες συνθήματα ξύλινα λόγια
Η τραγουδιάρα θα ταν πιο αυθεντική

Όταν τον ξανάνοιξε δεν άκουγε πάλι τίποτα
Αυτός ο λόγος φαίνεται δε μένει
Ένα τσούρμο ανόρεχτο
Κι ένα στόμα που ανοιγοκλείνει

Ύψωσε το ποτήρι να πιεί
Σίγουρος πως στα χρόνια που έρχονται
Η φωτεινή κοινωνία θα φτιαχτεί
Από άτομα που αποχώρησαν
Από τις συγκεντρώσεις

Δε θ’ ακούνε πια τίποτα
Μόνο τα λόγια των ποιητών
Όπως μες απ' τα κοχύλια
Ακούς ακόμα τη θάλασσα

Sunday, August 26, 2007

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ-ΜΟΝΑΔΑ


Οι τρόποι φθοράς ή καταστροφής ενός δέντρου είναι κυρίως τρεις: α.) βιολογικός (μελίγκρα) β.)χημικός (χλωρίνη) γ.) φυσικός (φωτιά). Ο πρώτος είναι ο σιχαμένος των αγροτών και οφείλεται σ’ ένα ζωύφιο. Οι δύο τελευταίοι είναι όμως επιφορτισμένοι με τον ατομισμό. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις των ιδιωτών που εν μία νυκτή καταστρέφουν το δέντρο που βρίσκεται μπροστά από το κατάστημα ή το σπίτι τους, αδιαφορώντας για την πολυτιμότητά του στην γειτονιά, έτσι, επειδή τους κρύβει την είσοδο. Και βλέπεις το δέντρο να μαραζώνει σιγά σιγά και να γίνεται απολίθωμα. Ένας δεύτερος χάνει το σκιερό πάρκινγκ, κι όλοι προσέχουν την έλληψη δροσιάς. Στην τρίτη περίπτωση, ο ατομισμός εκφράζεται πιο γενικευμένα και άρα πιο επικίνδυνα. Πυρομανείς, εκδικητές, λεχρίτες οικοπεδοφάγοι, εργολάβοι που καταφθάνουν, για αναδασώσεις με τσιμεντοειδή. Όταν βέβαια πρόκειται για εμπρησμό, κι όχι για φυσική αυτανάφλεξη.
Των δέντρων η στόφα κι η αρχιτεκτονική εν δυνάμει απειλείται. Το δέντρο εμπεριέχει τη φωτιά, φίδι στον κόρφο του. Όπως ο άνθρωπος εμπεριέχει την αυτοκαταστροφή του κι η εποχή μας τον άνθρωπο. «Τα σπίρτα από δέντρα γεννήθηκαν και καταλήξανε να καίνε δέντρα.» Στην πυρκαγιά του δάσους κανείς δε μίλησε για το δέντρο-μονάδα. Μόνο για τον εμπρηστή. Σε περασμένες εποχές ο άνθρωπος ασφυκτιούσε, γιατί ενυπήρχε κύριως μέσα στη μάζα. Ξέρω βέβαια, μετά από πολλές πυρκαγιές δύσκολα το δάσος αυτό-αναζωογονείται. Μα θαρρώ, σαν φοίνικας, καλύτερο θα βγει μέσα από τις στάχτες, και υγιέστερο. Θα θριαμβέυσει το άτομο- πέρα από τον ατομισμό. Μετά τις καταστροφές των πνευμόνων στις μεγαλουπόλεις το οξυγόνο θα αναπληρωθεί απ’ την ανάσα όλων μας. Του καθενός ξεχωριστά, που κατοικεί στα σπι(ρ)τοκούτια. Δίνοντας την ιδανική σχέση ανάμεσα στο άτομο και στην μάζα. Και κυρίαρχο ρόλο σ’ αυτό θα παίξει η τέχνη, η τέχνη του κλειστού δωματίου, που αναπνέει από παράθυρο με βασιλικό.
Μια τεχνολογία που παρέχει τόσα μέσα επικοινωνίας εγώ τη λέω ανθρωπιστική. Γιατί κάνει την ανθρωπότητα να φαίνεται σαν ένα θάμνο με πυγολαμπίδες. Κι όχι σαν μια πράσινη φλεγόμενη βάτο. Κάποτε χρησιμοποιούσαμε φωτιά για να επικοινωνήσουμε. Τώρα έχουμε πολύ πιο ανεπτυγμένα μέσα. Αυτοί που βάζουν τις φωτιές σημαίνει, αντίθετα, ότι δεν επικοινωνουν, δηλαδή έχουν εκπέσει στον ατομισμό. Δες όμως τα βράδια πως «ανάβουν» οι γραμμές του διαδικτύου και τα μηνύματα στα κινητά, με κουβέντα, γνωριμίες, ζεστασιά και στιχάκια. Ίσως κάποτε νοήσουν οι εμπρηστές μας πως υπάρχουν πλέον πολύ πιο ζεστοί τρόποι απ΄ τη φωτιά να επικοινωνήσεις, να ολοκληρωθείς. Πλούσιους ανθρώπων, κι όχι μιας γης, που ως άλλος Κρόνος, θα ρθει η στιγμή που θα σε φάει.

Tuesday, June 26, 2007

ΚΑΥΣΩΝ Ο ΑΝΩΦΕΛΗΣ

Ποιος αντιλέγει για τον καύσωνα; Αλλά μόλις ανοίξω το παράθυρο, εισβάλλουν τσούρμο τα έντομα, όπως οι παππούδες που περιμένουν πρώτη του μήνα, ν’ ανοίξει το πρωί η τράπεζα, για να πάρουν τη σύνταξη. Όταν είσαι μακριά από τη θάλασσα, προστρέχεις στο τηλεφωνερό, παίρνεις δηλαδή τηλέφωνο τους ανθρώπους σου, για να δροσιστείς. Θα μπορούσε να λέγεται και τηλεφωτο-νερό, γιατί εκ του μακρόθεν, βγάζει και φως. Αλίμονο να μην έχει αλκοόλ το ψυγείο, ελλείψει χυμού και ανάγκη δροσιάς, θα το πιεις μονορούφι.Βγάζεις το καρπούζι απ’ το κάθετο ηλεκτρικό μποστάνι, παίρνεις το μεγαλομάχαιρο, και στον τοίχο φαίνεται για φόνος- η σκιά μου είναι ξαδέρφη του Ορέστη. Χώνεις τη μουσούδα σου μέσα στα άδεια σπλάχνα του (ναι, είμαι ένα όρνεο δροσιάς!) και το καρπούζι κλιματίζει. Πρώτα πρώτα κλιματίζουν οι μνήμες του. Κλείσε τα μάτια, ξαφνικά στο νησί, σε νησί απ’ αυτά που βγήκε ο Θεός και τα σπείρε στο πέλαγος μέσα απ’ το σάκο του, σα γεωργός της αρμύρας, να φυσάει τ’ αεράκι, και το τραπεζομάντιλο… Κι όχι μ’ αυτόν τον τον ανε-μνηστήρα της κλεισούρας.Πώς να πέσεις να κοιμηθείς, κάνεις την ώρα αιώρα και τζιτζίκι. Να ’τος όμως πάλι εδώ ο κώνωψ. Τι ταμπλέτα να βάλεις, τι μυρωδιές, στο τέλος θα πεθάνεις εσύ από τα χημικά κι αυτό απλά θα ναι λίγο ζαλισμένο. Και δεν είναι ότι τσιμπάει, δεν είμαστε στην Αφρική, είναι αυτός ο απειλητικός ήχος, σα παράπονο μικρής μοτοσικλέτας. Κουκουλώνομαι με το πάπλωμα, προτιμώ τη θερμοπληξία απ’ το να σου κάνω το χατίρι- πες οτι είμαι σε αντίσκηνο. Αλλά επιμένει ν’ απειλεί και μάλιστα ανώνυμα. Ανάβω το φως, σηκώνομαι πάνω, και με περισπούδαστο αγανακτισμένο ύφός του λέω, «είσια το μεγαλύτερο καθίκι που έχει γνωρίσει ο τόπος μας!» και το κακό είναι ότι μου βγήκε αυθόρμητα, γιατί είμαι του διαλόγου. Αλλά αυτό δεν παίρνει απ’ αυτά, το εντοπίζω αλλά μου ξεφεύγει, θυμάται παλιότερες γενοκτονίες κι αγριεύει πιο πολύ, το βάζει πείσμα. Ανοίγω την πόρτα αλλά δεν του κάνει αίσθηση, επιμένει στο ρέζους μου. Τι κι αν ξέρει πως θα πεθάνει όταν το δοκιμάσει..Προτιμά να πεθάνει με απολαύσεις, παρά να ζήσει έτσι. Ο ύπνος είναι ένα πεζούλι, μια μάντρα που προσπαθώ πηδήξω, και με ρίχνει εκεί που πάω να σκαρφαλώσω. Το παίρνω απόφαση, σηκώνομαι, βγάζω ένα σεντόνι από το συρτάρι, δε βρίσκω τις παντόφλες μου, φοράω κάτι πέδιλα χοντρά, μπρος τον καθρέφτη. Το κουνούπι σώπασε, μ’ αρχίσαν τ’ αηδόνια. Ξημέρωσε. Κι απέμεινα άγρυπνος στα άσπρα, με κοθόρνους και ψάθινο καπέλο, σαν αριστοφανικός που σάρκαζε τον Ευριπίδη.

Friday, June 15, 2007

Η ΝΥΧΤΑ ΚΛΙΜΑΤΙΖΕΤΑΙ

Η νύχτα κλιματίζεται

απ' την ανάσα της θάλασσας



Τράβα την περόνη ν' ακουστεί

η όπερα απ' την καρδιά σου



Μέσα στα νοικοκυριά

αρμυρά που κοιμούνται



Προσμένοντας τον μούστο

να πατήσουν ξανά



Ξημέρωνει κα ρίχνω ψωμί στα πουλιά

αλλού κυκλοφορούν κελαηδισμα σε χάπια



Μα εδώ η νύχτα κλιματίζεται

απ' την ανάσα σου

Thursday, June 14, 2007

ΑΓΑΠΟΡΡΟΗ ΣΤΗΝ ΤΑΦΡΟ

Κάποιοι έχουνε για τάφρο
τα ποτάμια του βουνού
γιατί ναι ιππότες που απομείναν
συστάδες στην κίνηση
κι άλλους με πανοπλία
τους πέτρωσε η λάβα τους.

Καλύτερα που δεν προκάμαν
να κατέβουν στη λεωφόρο
ήταν ιππότες, δε θ' αντέχαν τη βοή
Ραϊσανε κι ανέκραξαν
"Σαούλ τι με διώκεις"
κι έμαθαν να ψαρεύουν στα ηφαίστεια.

Εγώ κυκλοφορώ με τάφρο φορητή
γι' αυτούς που χύνουν δάκρυ κροκοδείλου
κι όταν βρίσκω στο δρόμο τους ανθρώπους μου
υδρορροή μιας αγκαλιάς

Friday, June 8, 2007

Ο ΛΥΚΟΣ

Περπατώ περπατώ εις το δάσος
Κι όταν ο λύκος είναι εδώ,
Ιδίως τότε

Ν ακούγεται το χρουτς από τα φύλλα

Και να τρομάζει απ την τρυφερότητα
Που ένα βήμα
Δεν είναι πάντα απειλή

Αλλιώς δεν έχει νόημα το δάσος
Θα το παραδίδαμε
Στο νοσοκόμο χειμώνα

Λύκε λύκε είσ’ εδώ?
Είμαι κι εγώ,
Με τα εικονοφόρα

Τα κωνοφόρα που στολίστηκαν
Με ζωγραφιές παιδιών

Γιατί τι άλλο ειν’ ο λύκος παρά
Ένα τροχοπέδη στην επαφή
Της εγγόνας πραγματικότητας
Με την αιώνια γιαγιά
Που κουβαλάμε

Friday, May 25, 2007

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Που μπηξε το μαχαίρι
μες στη νύχτα -βαθιά- τη θερινή
και βγήκε κόκκινο
σαν από καρπούζι

Εξιστορούσε με τη σειρα του
με το φιδάκι να καίει
και να μυρίζει γύρω
απ' το τραπέζι μας

Πώς με σπάραξες με κείνο
το πυροτεχνικό εμβατήριο
Πώς βγήκαμε έτσι στον κόσμο
με γυμνό καλοκαίρι

Έπιασα και ζωγράφισα
τον τάφο μου απλά
σ' ένα κατάμεστο
φως περιβόλι

Μ' ένα αεράκι μικρασιάτικο
ν' ανάβει τα κεριά τους
της θάλασσας οι Άγιοι
ψυθίριζαν άστρα

Το ζοφερόν μου ένδυμα
τον κόσμο αυτόν ν' απεκδηθώ
να δράξω απ' την πηγή Σου
που στίλβει ανθέων

Αμήν και αναπέμπουν
τις μέρες του Αυγούστου
συγγενιά οπάλινη
εξ απαλών ονύχων

Friday, May 18, 2007

ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΥΡΙΑΚΗ

Έτσι όπως μπαίνει το φως απ' τις περσίδες
και κόβει σε λωρίδες την άλγεβρα
ο δάσκαλος σφουγγίζει τον πίνακα
σα να σκουπίζει δάκρυα,
με σπόγγο.

Ύσταρα χτύπησε το κουδούνι,
κατεβήκαμε στις αμυγδαλιές.Και χάθηκα.
Με τόσα κοχύλια να φουσκώνουν τις τσέπες μου.
Τώρα κάθομαι και συναρμολογώ επιστροφές.
Αφύλαχτος, με τόσα μίλια, από παντού.
Κούμπωστο φερμουάρ σου, το χε πει η μαμά.
Οι άνθρωποι τραχύναν. Φύσαγε το Πήλιο.

Κάτι άκουσα για δέυτερη Κυριακή,
δε σχηματίστηκε λεει πανσέληνος.

Μείναμε μόνοι, χιλιάδες.

Tuesday, May 15, 2007

ΟΙ ΜΑΡΙΟΝΕΤΕΣ ΤΗΣ ΠΡΑΓΑΣ

Μέσα στη σχετική τους κίνηση
Οι μαριονέτες των καταστημάτων
Υπαθάλπουν μια κρυφή ελευθερία.
Σ’ ένα πλαίσιο κινήσεων στενό
Αφημένες, παραδομένες
Στην τάση του νήματος
Ορίζουν το χορό και την υπόκλιση
Βάσει των άνωθεν ροπών,
Με ζυγιασμένες, έτοιμες κινήσεις.

Με ρούχα ραμμένα ειδικά
Για την ξύλινη ανοχή τους
Καπέλα πάνινα, βαμμένη μύτη και λουστρίνια
Βλέπουν της φυλακής τους
Τα νημάτινα κάγκελα
Να λυγίζουν απ’ τον έμπορο
Που καπνίζει αδιάφορα έξω απ’ το μαγαζί.

Η τεχνητή ανάταση των χεριών τους
Με μόνιμο βλέμμα της σιωπής
Κρύβει μια σχετική ελευθερία.
Γι’ αυτό και τα παιδιά τις πλησιάζουν
Ενθουσιοδώς, νοηματοδοτώντας
Με χαμόγελο την ύπαρξή τους, σα να επικοινωνούν.

Είναι η γαλήνη που εκκρίνει
Η τετελεσμένη αποδοχή τους
Η αγγόγυστη φιλοσόφηση της κλωστής.
Μα πάνω απ’ όλα, κι από την υπομονή,
Είναι η εν δυνάμει θράυση του νήματος
-αυτό το κρύσταλλο της Βοημίας-
Η αίσθηση προοπτικής
Να πάρουν το παιδί απ’ το χέρι
Και να βαδίσουν μαζί με μια χαρά
Χαράδρα ανθισμένη.

Wednesday, May 9, 2007

ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ


(Μετάφραση απευθείας από τα σλοβάκικα ενός πολύ τρυφερού ποιήματος-προσευχή για τα παιδιά του κόσμου, του μεγαλύτερου ίσως σλοβάκου ποιητή, εν ζωή,του 80 χρονου Μίλαν Ρούφους)


Δε βλέπουν το γιατί,

μα πολύ το χρειάζονται.

Ίσως πιότερο κι απ' τοψωμί.

Την ψυχή τους άδεια δε θα πρεπε να χουν.

Οι άνθρωποι γύρω τους θα πρεπε να τ' αγαπάν.


Θα πρεπε να ναι σε χώρο απαλό,

όπως στη μήτρα της μαμάς.

Όταν κάτι τα πειράζει, δίχως να ξέρουν τι,

καθε παιδί,

σαν έλαφι τρομάζει,

κάποιος πρέπει να κρατήσει το κεφαλάκι του

με τη ζεστή του παλάμη.


Θεέ,

δωσ του Εσύ

αυτή τη ζεστή παλάμη,
σε παρακαλεί,

αλλά είναι μικρό ακόμα,

και δε ξέρει Ποιος είσαι.


Έφτασαν άραγε οι φωνές αυτών των παιδιών ως εσένα;


Τις βρήκες. Τα γιάτρεψες.

Κι αυτό Εσύ τ' ονόμασες α γ ά π η.





Tuesday, May 8, 2007

ΕΝΑ ΨΑΡΙ ΣΤΗΝ ΟΧΘΗ ΠΡΟΣΜΕΝΟΝ ΒΡΟΧΗ


(Αποπηράθηκα την μετάφραση ενός σλοβάκικου ποιήματοος, που ανήκει στον ποιητή Jan Buzassy, μέσω βέβαια των αγγλικών)

Κατόπιν, μ' καρυδότσοφλο
θα λεκιαστούμε στα καφετί
έτσι που στην ανατολή
να μπορούμε να αισθανθούμε
μέσα μας τα πουλιά να γεννιούνται
όπως οι κανάτες στη γη μέχρι τους λαιμούς τους
γεμίζουν με τη σιωπή,
και η γη, που τη νύχτα χορηγεί,
με τη μορφή ενός βάζου ή τη μορφή ενός θρύψαλου,
θα είναι ικανοποιημένη.

Θα μας θεραπεύσει από τις αθέατες ασθένειες,
καθώς επίσης και το αθώο παιχνίδι των παιδιών σ’ ένα ρόμβο
(μια γυναίκα στον τρίτο της μήνα,
νιώθει καθώς διαιρεί σε δύο
τον άνδρα που βουτάει στο ρούμι,
πως ξέρει ότι πηγαίνει στο διάβολο)

Μόνο εμείς που είμαστε εξοικειωμένοι
με τον ύπνο σε ένα ανοικτό μαχαίρι
εμείς, σε ποιές πληγές το άλας των αστροπτώσεων
ξέρουμε πότε η χαραυγή αρχίζει;

Το όνειρο, μία ξαφνική παρουσία του μυαλού
στα μέσα του ύπνου,
κι ο θάνατος,η στιγμή που ξέρουμε
πότε μεταβαλλόμαστε σε πράγματα

Ξαπλωμένοι στη ακτή
είμαστε στεγνοί,
απόντες από τον ύπνο μας
ώσoοτου ο ροδόχρους υμένας της αυγής,
καιει στη Γη

Το λοιπόν θα βαφτούμε μόνοι μας καφε,
μ’ ένα καρυδότσουφλο
έτσι ώστε να μπορούμε να νιώσουμε τα πουλιά
να κλωσσάνε μέσα μας
στην πρωίμη αυγή

ΒΥΣΣΟΣ ΣΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ

Στις πόλεις που βουίζουνε
τα τσιμεντένια φώτα
και στα τετράγωνα κλειστά
σα τους ζεϊμπέκιδες τα δέντρα
ως τα διέξοδα μπαλκόνια
με τις κόρνες
υπάρχουν κάτι χειμμαδιά
μες στα διαμερίσματα
που εκτείνουν κάποιοι μάστοροι τσοπάνοι
πάνω σε λόφο χτίσαν το περβάζι
χωρούν στη χούφτα τους όλη την πόλη
δίνουν ανάσα σαν σέιγχ-σου
φτιάχνουν και βύσσο με ποκάρι

ΚΛΕΑΝΘΗ

Με τη μοναξιά του αστροναύτη
που προσεληνώνεται
Αύγουστο μήνα
κι όλοι τον κοιτούν
μα κανείς δε τον βλέπει

Μια πομόνα ανστεναγμών
το απόγευμα
στέφει τα ζουμπόυλια
του παραθυριού
με στάλες

Πάρε μέσα τα χαλιά
θα βρέξει σε λίγο
με γέννησες με θύσανους στα μάτια
για να σε παντρευτώ
μια μέρα των ημερών

Στην κορυφη του αφρισμένου κυματος
άκουσα το τραγούδι σου με όνομα
που φέρνει τσάι στους γυμνούς,
υπάγεται σε ταξιανθίες
κι αρχαγγέλους αγιογραφεί

Monday, May 7, 2007

ΤΟ ΛΑΠΤΟΠ-ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ PC

Απλώνω ρούχα στον ιστό
Τα ψηφιακά χαμπέρια μου
Γραμμένα πάντα διυκά
Και με πολλά ταξίδια
Σ’ ένα παγκόσμιο χωριό
Που λάμπουν τα φωτάκια
Πάνω στο γραφείο μου
Διασωληνομένο
Τρέμει λοιμώξεις ιών
Παράθυρο και τζετ
Του κάνω τα χατήρια
Ξέρω τα κουμπιά του
Το παράξενο πιάνο μου
Αν θέλει κάτι
Να μου πει στ’ αυτί
Φορώ ακουστικά
Καλλάει και πεισματώνει
Εξωκρίνει μελάνια χαρτί
Απ’ τις σουπιές του βυθού του
Ιθύνεται για σάββατα στο σπίτι
Κοροιδεύει το χρόνου φείδου
Μου τάζει δροσιά και παρέα
Κομίζουν αγάπη τα byte του
Θυμώνει και βγάζει αέρα
Απ’ τα’ ανεμιστηράκι του
Αναπληρώνει αυτόν που δεν πήρα
Κρατάμε επαφή
Μα σαν εγκληματία
Ζητα δακτυλικά μου
Για τον κέρσορα
Τον ταίζω τραγούδια
Με το USB
Αν ξεδιπλώσεις την οθόνη
Προκύπτουνε φορές φορές
Πεταλούδες πλουμιστές
Απ’ τη χαράδρα
Της ανθρωπότητας
Ένα δάσος μες στο ανσασέρ
Δε με πείθετε να πατήσω
Το ντρινγκ
Και τι μ΄αυτό;
Με οξυγόνο ξεναγούμαι
Με το λάμπτομ
-Το δικό μου pc
Αναπνέω ψηφιακά
Κλαρίνο και άμμο

Saturday, May 5, 2007

ΟΤΑΝ ΓΡΑΦΩ..

Όταν γράφω,
καλπάζω σ' ένα άλογο
που χλιμιντρίζει αφινισμένο
πλάι στο γκρεμό
με τα κεράσια
και τ' απλωμένα χωριά.

Ένα τράχαλο κι αρκεί να πέσει
στο κενό.

Όταν γράφω,
μου κόβεται η ανάσα

ΧΡΟΝΟΥ ΦΙΔΟΥ..

Αν τηρείς το¨"χρόνου φείδου", γίνεται φίδι και σε τρώει.

ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ Κ. ΗELGA

http://home.fotocommunity.de/carinthia
Μπείτε σ' αυτη τη διέυθυνση, να βρείτε τις φωτοτογραφίες αυτού του υπέροχου ανθρωπου που περιγράφω στο κέιμενο, παρακάτω.

ΤΟ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ

Το ξενιτεμένο σπίτι μου, κι όχι το σπίτι μου στην ξενιτειά, γιατί το σπίτι σου το χεις μαζί σου, κι όταν ακόμα το ξενιτεύεις, ζεις μέσα σ’ αυτό, αλλάζουν χρώμα οι σοβάδες του και μένει ίδιο. Στο ξενιτεμένο σπίτι μου, θα λεγε κανείς δεν έχει ιδιάιτερη θέα, ένας δρόμος με υπηρεσίες, αυτοκίνητα και μαγαζιά. Η θέα του είναι οι άνθρωποι μου, που τους βλέπω στη μέση του δρόμου να κατεβάζουν τη βαλίτσα τους απ’ το ταξί, με τη σειρά που μ’ επισκέφτηκαν. Είναι ακόμα οι καινούριοι, που πριμένουν να κατέβω. Κι είναι κυρίως η αγορά, η μαμά μου η αγορά, με τη μητέρα να τινάζει τα ντιβάνια, τη μυρωδιά του τηγανιού, τα καινούρια τραγούδια, τα τελευτία ψωνια. Με την κουρτίνα ν’ ανεμίζει, Σαββάτο μεσημέρι.
Τη θέα τη βλέπουν τα μάτια μου, μπαλκόνι δεν έχω. Θα φυτέψω ένα. Κάθε μέρα θα κολλάω ένα τούβλο. Κάποια στιγμή, θα προεξέχει μπαλκόνάκι. -Το θέμα είναι, αυτοί που έχουν βεράντες και βλέπουν στον ακάλυπτο. Έρχεται καλοκαίρι, αλλουνού θα του λείπει η κεντρική πλατεία της Λάρισας, άλλου τα πεύκα της Χαλκιδικής. Μια βόλτα στην παλιά πόλη, πάντα από ένα δρόμο πρωτόγνωρο, ένα πάρκο με κούνιες παράξενες: 9 τετράγωνα μεταλλικά, καθένα μία νότα αν τα πατήσεις, μια τραμπάλα μονή, και δυο ξύλινα κουτιά με ηχεία, το ένα εδώ το άλλο πέρα, με σωλήνες προφανώς κάτω απ’ το χόρτο, τηλεπικοινωνία. Έχουμε μάθει κύριοι, αυτό το πρόθεμα μας φάνηκε χρήσιμο τελικά, τηλε-αγαπώ, τηλε-φωνώ και τηλε-φωνάζω, αλλά και τηλε-πονώ, τηλέω, τηλε-ορώ, τηλαεράκι πελαγιτικο- να χαμε ένα τώρα! Μα έχουμε θα πεις. Το τραμ περνα ακόμα τόσο απαλά σ’ αυτήν την πόλη, σα τραγούδι. σα να περιμένει να του πεις, «ησυχασε καλό μου δεν μιλώ για σένα όταν λέω για τους έντοονους ρυθμούς». Ένα παιδί στον ώμο του μπαμπά του, όπως του Δία, η Αθηνά, να σου χαμογελάει στην ασφάλεια του λιμανιού του, να σπρώχνει τα χέρια σου που τη γαργαλεύουν εκεί ψηλα, έτσι λάμνει μες στο φως. Ουφ, δε θα φτασουμε στο σημειο να βλέπουμε ουρανό, απ’ αυτόν που πέφτει στο μπαρμπρίζ και στις λακούβες.
Δεξιά, μουσείο των Εβραίων, μουσείο ρολογιών ( που μετραν το χρόνο, που είναι μουσείο με τη σειρά του..), και πιο πάνω, η ορθόδοξη εκκλησία., μες στις φυλλωσιές. Αριστερά, μια γέφυρα σε συνδέει με τα τείχη του κάστρου, κλέισαν την πόρτα γιατί μπάιναν οι άστεγοι και έιχε ακαθαρσίες, όπως στα περιγράμματα των εκλλησιών, βάζουν καρφιά για τα χελιδόνια.

Και προσγειώνεσαι στο Δούναβη, που τον κυκλώνουν γκράφιτι, κι από κει η αγορα. Αυτή η πόλη είναι παραμυθένια ανισόπεδη, σε σημείο ιλλίγου-απ’ αυτό που προκαλούν τα παραμύθια.
Γκράφιτι είχε κι ένα τούνελ, περνούσε κάτω από τον κεντρικό, έφτανε σε μια στάση, που βλεπε πιάτο τη θάλασσα. Πήγαινα τότε για ιδιαίτερα στην Ποτίδαια, κι όταν ετοιμαζόμουν να φύγω, ερχόταν η επόμενη, μια κοπέλα με κόκκινη φόρμα, και ντροπαλή. Αργότερα τα φτιάξαμε. Καθώς περίμενα το λεωφορείο, έγερνε ο ήλιος στ’ αγριολούλουδα, που καταλήγαν στο χωματόδρομο με τα μηχανάκια, και σ’ ένα γηπεδάκι νυχτερινό. Μετά την έχασα. Καθώς περίμενα το λεωφορείο, αγιάζι ξύριζε συχνά, με καταγωγη θαλασσινή, και ένα φως στο άδειο γήπεδο, τυπικό «ελάτε».Μ’ ένα κινητο και το σκούφο στο χέρι Αυτό ήταν το φόντο της εφηβείας μου. Στην ίδια περιοχή κάναμε μπάνιο το καλοκαίρι, και τα βράδια θυμάμαι πλανόδιο λούνα-παρκ, να φωσφορίζει. Τα θαλασσινά ερείπια της Ποτίδαιας, που τα σιμώνουν μόνο οι γλάροι, κι αυτό το αρχαίο κύμα που τα φάγωσε, νομίζεις θα κόμισει ασπιδόφορους σε μια στιγμή, να ξεχυθούν όπως τα χρόνια. Το πρώτο τσουνάμι είχε γίνει στην αρχαία Ποτίδαια, -ο παππούς Ηρόδοτος μας τ’ αφηγείται- το 479πΧ, και θεωρήθηκε ως σημάδι των θεών, καθώς έπνιξε τον περσικό στόλο, που την πολιορκούσε. Με τη βάρκα του κυρίου Λ. λίγο πριν φύγω για έξω, περάσαμε τη διώρυγα της Ποτιδαιας, και φτάνοντας στεκόμουν όρθιος, μήπως κι αντικρυσω, κάτι απ’ τα ερείπια αυτά. Της αγάπης. Έτσι ήμουνα πάντα στις σχέσεις, πλησίαζα αρόδο. Κι επέστρεφα στη βάρκα, μόνος, μ’ αλμύρα και ελώρια.


















ΤΑ ΑΓΑΘΑ ΚΗΠΟΙΣ ΚΤΩΝΤΑΙ



Θα μου πει κανείς , αυτή η μία ώρα που μας χωρίζει με την ελλάδα, που να χάθηκε άραγε…μάλλον κάπου στα μπαλκάνια,..Ίσως την έφαγε ο δρακουλας των Καρπαθίων. Μάλλον είναι ο χρόνος που χρειάζεται ο Δούναβης, για να κατεβεί. Κοίτα που ο ποταμός την κάνει όλη τη φασαρία τελικά, ο συμφεροντολόγος! Συναυλία στη Βιέννη με το Νταλάρα. Το konzertaus κατάμεστο από έλληνες και ελληνόφωνους. Ενας κύρις ήρθε με πράσινο κουστούμι, ρωτώντας στα γεραμανικά αν θέλαμε το εισητήριο του, όταν κατάλαβε ότι είμαστε έλληνες, το γύρισε : «40 χρόνια ξενητεμένος, περίμενα να ρθει ο Νταλάρας, και χθες η γυναίκα μου αρρώστησε βαριά,την έχω στο νοσοκομείο, τα δίνω με τα λύπης μου», τον λυπήθηκε η ψυχή μου. Όπως κάποιους που πουλάνε το πιάνο τους. Μια κυρία που γεννήθηκε στην Ελλάδα, κι εφυγε με τους γονείς της μετά τον εμφύλιο, δε ξέρει την γλώσσα καλά, και τη βλέπω να αισθάνεται μια τέτοια λύτρωση όταν τραγουδάω, σα να μιλά μες απ’ το στόμα μου. Οι μετανάστες που σπύραμε το ‘50, χωριο Μπελογιάννης, Ουγγαρία, Αυστρία, Αυστραλία, Αμέρικα και νότιο Αφρική, ο μισός ελληνισμός, που δουλέυει σιωπηρά όπως τα μυρμίγκια στον κόσμο. Θα τους επισκεφτεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, σαν την αληθινή μάνα, το υιοθετημένο παιδί.
Ας τα ξεχάσουμε αυτά κι ας τραγουδήσουμε,ο καθένας αντιδρούσε όπως μπορει, στο «έλα» και στο χασαποσέρβικο, στον Κουγιουμτζή και στο «Αχ χελιδόνι μου». Με το χελιδόνι πάντα αναστέναζα. Κι ο κύριος Κουγιουμτζης, έμενε στα Μουδανιά τα καλοκάιρια, τον έβλεπα στα πρακτορεία των προπό, «καλημέρα κυρ-Σταυρο». Κυκλοφορούσε αναμεσά μας μες στη αγορά, κ μόνο όταν έφυγε, εκέινη την άνοιξη, το καταλάβαν οι περισσότεροι, Ήταν αυτός που έγραφε αυτά που ψυθιρίζαν, και θεωρούσαν κλασσικά και δεδομένα. Τόσο που δε ξέραμε την καταγωγή τους, ή την ξεχμούσαμε. Γιατί έτσι μας κάνουν να πιστέψουμε κάτι τέτοιοι σπάνιοι, ότι έχουμε αυτά που κάμνουνε, βαστάνε την καταγωγή από την ίδια την καρδιά μας.
Χειροκροτώντας στην πίστα, για ακόμα κανα δυο τραγούδια, (τη ψευδαίσθηση παράτασης της όμορφιας, ή μάλλον ψευδαίσθηση του τέλους της), γνώρισα έναν υπέοχο άνθρωπο. Μια αυτριακή κυρία, φίλελλην και χαριτωμένα ελληνόφωνη. Μου γραψε το e-mail της για να της στείλω τις φωτογραφίες που είχα βγάλει. Όταν είπα ότι έιμαι από τα Μουδανιά, εξεπλάγη. «Ήμουν εκέι το 1972,είπε, η πρωτη μου φορα στην Ελλαδα. Τότε υπήρχε μόνο ένα ξενοδοχέιο, κι ένα καφενείο (αυτή η λέξη δε μεταφραζεται, λέγεται πάντα αυτούσια), κανείς δε μιλούσε αγγλικά, πέρα από τον ξενοδόχο και μια κομμώτρια. Ένας κύριος, κοντά στο λιμάνι, είχε αναψυκτήριο, χρόνια στη Γερμανία, μιλούσε απτεστα. –της είπα το όνομα, και χάρηκε.Έκανα φροντηστήριο, τρειες ωρες τη βδομαδα ελληνικά. Από κει ξεκίνησε η μεγάλη αγάπη μου για την Ελλάδα». Κι ύστερα μου περιέγρεγραψε τη συναυλια του Θεοδωράκη πριν από δεκαπέντε χρόνια στο ίδο μέρος.
Είναι καταπληκτική φωτογράφος. Το αγαπημένο της μέρος είναι η Carinthia, στα σύνορα με την Ελβετία, εκεί απομωνόνεται κι εφαίνεται γαλήνη. Μικροβιολόγος στο επάγγλεμα. Ένα γέλιο παιδιού αφήνει να ρέει απ’ τα σπασμένα ελληνικά της. Κάτι λιβάδια ελέυθερα, να βοσκά το βλέμμα, με ανεμόμυλους κ ουρανό, χαλία δεμάται απλωμένα στις πλαγές, είναι που είναι το μέρος φαίνεται, το ομορφαίνει κι η ματιά της. Η κυρία Helga , κάτι τέτοιοι ΄ναθρωποι σε κάνουν να νιώθεις ότι δεν έφυγες ποτέ, αφού γι όλα έχεις μια ανοιχτή αγκαλιά.
Η ελευθερία είναι ότι κάνει τον άνθρωπο ν’ αστράφτει. Πρωτομαγιά στα ανάκτορα της Σίσσης, Ανάκτορα ενθύμια δυστυχισμένων ανθρώπων, με τον ιδρώτα του λαού κεκοσμημένα. Όπου και επιστρέψαν. Μια αυλή λαβύρινθος, με τείχος από δέντρα, να τα τσιγγλίζει ο ήλιος. Αγάλματα μες στη σιωπή, και συντριβάνια, που θαρρείς, ο κηπουρός σχεδίασε τη βεγγαλική ροή τους. Η αψίδα στο τερμα του λόφου, για τα παράνομα ζευγαράκια του παλατιού. Δροσούλα, μισοβγαλμενο παπούτσι στο παγκάκι, και γουόκ-μαν. Μες απ τους θόλους των δέντρων ξεπετιούνται σκιουράκια. Μακάριοι οι διαβαίνοντεςαπ’ τις καμάρες των δέντρων, με σκιουράκια αυλικούς με επιφάνεια απαλή, χάδι σε χαμομήλια, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την Γην. Μακάριοι οι έχοντες αρχόντισσα ψυχή, και κάτι μάτια, σα προβολείς.
Τα αγαθά, κήποις κτώνται. Με ανεμογεννήτριες και πάρκα ερωτικά, αναστροφη ποταμόπλοιου στη Δυση, αλκοτεστ ομορφιάς σε κίτρινα λιβάδια. Τα αγαθά κηποιος κτώνται.Όταν ακούς την εσώτερη φωνή και δραπετεύεις (εσώτερος, συγγενεύει με το σωτήριος).Απ' τη μάζα που σαρώνει. Λες και δεν αντέχει ο κόσμος αυτός που στεκόμστε έτσι πράοι μπροστά στην τόση ομορφιά, όπως κάτι μικροπωλητές, μόνιμοι δίπλα σε μνημεία. Σ’ ένα τραπεζάκι με κρυστάλλινα ποτήρια, γεμάτα με απιονισμένο νερό, κάποιος τύπος παίζει μουσική, δεξιοτεχνα σα να βλέπει μπροστά του τις νότες. Στο\κέντρο της Βιέννης. Και μετά στο μετρό της Βιεννης. Που περνάει κάτω απ’ τις τουλίπες των παρτεριών. Μετρώ την υπόγεια ζωή, που λάμπει μες από τις σύρραγγες, και συνεχίζω να ταξιδέυω.

Sunday, April 29, 2007

Ο ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ

Τις προάλλες στεκόμουνα σε μια ουρά για ένα μουσείου, κι ένα παιδάκι έτριβε δυο πέτρες με μανία, τις χτυπούσε επίμονα μεταξύ τους, πλήρως προσηλωμένο σ' αυτό που έκανε. Όλοι το κοίταζαν με απορία, περιεργα, σα να λέγαν "τι κάνει αυτό". Μόνο ένας τον κατάλαβε, γιατί αυτό ποιεί κι εκείνος, με αγωνία, πασχίζει να βγάλει φως...

Η έκαφραση για τον καλλιτέχνη είναι ανάσα, είναι ένα τρίτο πνευμόνι, κάπου στο μεσοστήθιο.

Ο ΕΝΟΠΟΙΟΣ ΔΟΥΝΑΒΗΣ...

Ξύπνησε και πήγε ν’ ανοίξει το πατζούρι τραβώντας την κορδέλα, έτσι σα να ύψωνε λάβαρο το κυριακάτικο φως, που εισέβαλλε στο δωμάτιο. Όταν ξυπνάς, έχεις ακόμα τα αρχέγονα βλαστοκύτταρα του αληθινού εαυτού σου ενεργά, την αγνότητα ενός συνειδητού ασυνείδητου, αυθεντική. Δε σε βαραίνουν τα πρέπει της ημέρας ούτε οι συμβιβασμοί του χθες. Αυτά τα λίγα λεπτά μετά τον ύπνο είναι ένα κάστρο απομόνωσης, και πέφτει στην τάφρο του, ό,τι σε διεκδικεί από τη μέρα. Για λίγα λεπτά φυσικά λειτουργεί το θαύμα, η παράταση είναι στο χέρι σου.
Έπιασε τα γένια του, ίσως ό,τι τραχύ είχε, κι αργοανοίγωντας τα μάτια, τραβούσε την κουρτίνα, την αυλαία της καινούριας ημέρας, να δει τι είχε ετοιμάσει στο σκηνικό της γειτονιάς.
Μέσα από τα κελαηδίσματα διέκρινε κι ένα επίμονο θόρυβο, σαν κάτι να φυσούσε οδεύοντας προς εκτόνωση. Φοβήθηκε μήπως ήταν το γκάζι της κουζίνας , κι έτρεξε γρήγορα να δει. Ένα σπίρτο ν’ ανάψεις όταν η ατμόσφαιρα του δωματίου έχει γεμίσει γκάζι, αρκεί για να εκραγεί, όπως με την τελευταία λέξη πριν τον καυγά. Τελικά ήταν απλά ένα φορτηγό στην πίσω μεριά, που ξεφόρτωνε. Έβαλε λίγο νερό να βράζει σ’ ένα κατσαρολάκι,κι ένα τοστ να γίνεται κι επέστρεψε στο παράθυρο- σημειωτέον, πόσο γοητευτικός είναι ο σύνδεσμος παρά όταν ακολουθεί θήτα και απογειώνει τη λέξη: παραμύθι, παράθυρο, παραθερίζω…στον ανοιξιάτικο αέρα αιωρούνταν χνούδια από τα δέντρα. Δυο φίλοι συναντιούνται, ο ένας κρατάει μια σακούλα με ζεστό ψωμί, κόβει και του δίνει. Αυτή την ανθρώπινη ζεστασιά, είναι η ελάχιστη απόσταση, που αποτελεί στόχο για την τεχνολογία.
Σήμερα η Μπρατισλάβα είναι η πιο ζεστή προτεύουσα της Ευρώπης. Η εβδόμη του Μπετόβεν θα μπορούσε να συνοδεύει αυτές τις σκέψεις μου, σκέφτηκε. Κάποιοι λεν ό,τι η κλασσική μουσική δεν μπορεί να προσαρμοστεί ώστε να γίνει εφαρμόσιμη στην εποχή μας. Είναι αλήθεια έτσι, ή μήπως ο άνθρωπος έχει γίνει έτσι που δε μπορεί η ζωή του να χει για soundtrack κάτι τόσο γνήσιο.. αέρας που φυσάει στα νησάκια μου και μου δροσίζει το μυαλό…προχθές έβλεπα στην τηλεόραση ένα αφιέρωμα στην ελληνική εκπαίδευση της διασποράς, κι έδειχνε ένα σχολείο στη Βουδαπέστη, που τα παιδάκια τραγουδούσαν ένα σκοπό, κάπως έτσι «Να ‘φτανε ο Δούναβης μέχρι την Ελλάδα, μ ένα ποταμόπλοιο να βγαινα γοργά, να χαιρόμουν λίγο μέσα στη λιακάδα, γιατί εδώ πάντοτε, γκρίζα συννεφια..» Πόσοι το ονειρεύτηκαν αυτό, κι οραματίστηκαν την λιακάδα, και την κουβάλησαν με την λιακάδα του νου τους, σαν μια πολύτιμη αβασταγή, προσπαθώντας ν΄αλλάξουν την πορεία του ποταμού…


Ο Ρήγας Φεραίος, σε μια ελληνική ταβέρνα της Βιέννης, πίσω από την Ορθόδοξη Εκκλησία, καταστρώνει με συντρόφους και φοιτητές τις επαναστατικές του προκυρήξεις,ή τη νύχτα με κεράκι το φως του Διαφωτισμού. Μετά, πηγαίναν στο τυπογραφείο των αδερφών Πούλιου, τις έβαζε σε μποτίλιες και τις έριχνε στο Δούναβη, και κυλούσαν με τη δύναμη του λόγου, τη τρομερή, μες στα Βαλκάνια. Γιατί ο «Αντωνιος Κυριαζής», πίστευε στην ενότητα των Βαλκανιών, απ’ την οποία τώρα κρυβόμαστε. Και τα λόγια κυλούσαν, ως να τον καταδώσουν οι χαφιέδες, και το σώμα του μαζί μ’ άλλους οκτώ, να ριχτεί νεκρό, στο Δούναβη του Βελιγραδίου. Όμως τα λόγια πλέουν ακόμα…Αυτός είναι ο Δούναβης που ενώνει την Ευρώπη, κι αυτή είναι η Ιστορία που δεν μας διδάσκουν.


Σαν πεταλούδα μέσα απ’ το κουκούλι της, ξεπρόβαλλε εκείνη μές απ’ τα σεντόνια, και του χαμογέλασε…
-«Θες καφέ?» την ρώτησε. «Καλημέρα…»
και τη φίλησε στο μάγουλο, που ’ταν ακόμα ζεστό από το μαξιλάρι κι από τα όνειρα…














O πύργος στη Neboiza,παραδουνάβεια του Βελιγραδίου. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή ο Ρήγας Φεραίος και οι σύντροφοι του.

Η ΘΕΑ.

Τη θέα τη βλέπουν τα μάτια μου, μπαλκόνι δεν έχω. Θα φυτέψω ένα. Κάθε μέρα θα κολλάω ένα τούβλο.Κάποια στιγμή, θα προεξέχει μπαλκόνάκι. -Το θέμα είναι, αυτοί που έχουν βεράντες και βλέπουν στον ακάλυπτο

Saturday, April 28, 2007

ΓΙΑ ΚΑΚΟ ΒΙΟΛΙΣΤΗ...


Οι νότες για κακό βιολιστή είναι τρεις: ντο, ρε, ΜΗ!!

ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΑ (ΦΑΝΑΡΙ ΣΤΟΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ)



Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ...

ΝΑΥΑΓΙΟ ΣΕ ΛΙΜΑΝΙ ΝΗΣΙΟΥ

Άπειρος πλοηγός, σε χαρτογραφημένο ύφαλο προσκρούει, μες στο λιμάνι του νησιού με τα πλωτά φώτα και τα υδρόβια χωριά, ενυπήρχε ήδη ο κίνδυνος. Κι ας είναι μες στην αγκαλιά, είναι θέμα λεπτών η σωτηρία, απ’ το ψυχρό σου βλέμμα και τα νύχια.

Κόκκινο φεγγάρι
Καίει τον ελαιώνα

Καμπάνα μεγαλοβδόμαδη
Θ’ ανάψουμε λαμπάδες
Την Κυριακή

Επιτυχώς εκκενώθη και πλήρως. Ξαφνιάζει, φέρουσα επιτάφιο, μια πομπή προσκόπων.

Πέτρα ψαλίδι χαρτί
Γίνε ναυάγιο γιορτή
Και «ουφ» της ανακούφισης

Αφοπλιστικά, χάσαν μονάχα οι εφοπλιστές. Μα δυο άνθρωποι –φευ!- ναυαγώντας χαμένοι, πουθενά δεν τους βρίσκουν, μήδε στα συντρίμμια, μήδε στο νησί.

Θα τους δεις σ’ άλλη διάσταση
Όπως σε πέτρινες νησίδες
Στην εθνική οδό
Φυτρώνουν παπαρούνες

Πλωτή μου λύπη
Νησί της Θύρας
Χριστός Ανέστη
Ναυπήγησα!


Thursday, April 26, 2007

ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ


Η θέση της τεχνολογίας στην ποιότητα ζωής μας, μπορεί να αντικατοπτριστεί στην περίπτωση της κυλιόμενης σκάλας. Όταν λειτουργεί μας διευκολύνει, αλλά, άπαξ και μένει στάσιμη, μας κουράζει διπλά.

ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΑ ΑΝΑΤΟΜΕΙΑ


Μια και ο χαρακτήρας των blogs είναι κατ’ αρχήν ημερολογιακός, νομίζω ότι έχω το δικαίωμα να καταθέσω εδώ κάποιες σκέψεις και εντυπώσεις μου, γενόμενες από την καθημερινή δραστηριότητα και εμπειρία.

Μακάβριο και απόμακρο φαντάζει στους περισσότερους από μας το θέαμα ενός νεκρού σώματος μέσα στο ανατομείο. Μ’ αυτήν την προκατάληψη το προσέγγισα κι εγώ την πρώτη φορά, όταν κατέβηκα μαζί με την καθηγήτρια της ανατομικής στο υπόγειο μέσα στο οποίο κείτονται σώματα τεθνεόντων, ανατετμημένα προς μελέτη των φοιτητών, με την έντονη μυρωδιά της φορμόλης να σε ζαλίζει. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησα ότι όλα αυτά είναι επιφανειακά, και ότι δε μπορεί να ονομαστεί κάτι μακαύριο όταν σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Αποκαλύπτεται βέβαια η ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και ο θρίαμβος της. Πρώτα πρώτα αυτή το τράνταγμα της ματαιότητας σε προκαλεί να αναθεωρήσεις πολλά πράγματα, να εξοστρακίσεις την αλαζονεία, να νιώσεις τη σημασία της αγάπης, και να επικεντρωθείς στην αναζήτηση του ρόλου για τον οποίο ήρθες πραγματικά σ’ αυτόν τον κόσμο. Η απομυθοποίηση αυτή, αίσθηση της παρεπιδημίας, μπορεί πιστεύω να ναι καταλυτική αν τη συλλάβεις.
«Ένα σώμα νεκρό είναι ένας λίθος πολύτιμος» λέει ο Πετζίκης. Πράγματι ανάγλυφα μέσα στη σιωπηλή τους χλωμάδα τα κεκοιμημένα σώματα, αποδεικνύουν
σοφία Πλάστη, εν τέχνη ποιήσαντος ναούς της ψυχής, Εικόνες Αγάπης. Επιπλέον μπορεί να αναρωτηθεί κανείς από πού προήλθαν αυτά τα πτώματα. Τα περισσότερα προέρχονται από αζήτητα άτομα του γηροκομείου ή άστεγους ζητιάνους. Ας συλλογιστούμε την περίπτωση ας πούμε ενός τέτοιου ανθρώπου, ενός κλοσάρ που στον 21ο αιώνα, περνά όλη τη ζωή του στο δρόμο, κρυώνοντας, ταπεινωμένος, κόβοντας στο παγκάκι λίγο τυρί με φρυγανιές να συντηρηθεί. Κι όταν εκπνεύσει κανείς δε το αναζητά κι όπως στη ζωή κανείς δεν τον αναλαμβάνει, και καταλήγει αν μη τη άλλο, το φτωχό του σώμα, προσφορά στην Επιστήμη. Η ανατομή πρέπει να γίνεται με σεβασμό, συνειδητό αλλά και επιβεβλημένο. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που κάποιοι γίνονται εθελούσια δωρητές. Ας μην ξεχνάμε την περίπτωση του Αντώνη Σαμαράκη, που αγαπούσε και πίστευε τόσο πολύ τους νέους ανθρώπους, που δώρησε το σώμα του για να μελετήσουν, στο πανεπιστήμιο Αθηνών, κι αυτοί δεν θέλαν να τον κόψουν, γιατί ήταν ο «Αντώνης τους».
Δεν είναι λοιπόν κάτι τόσο φοβερό κι απόκοσμο τα πτώματα του ανατομείου, που κάποιοι δε θέλουν ότι να ακούν γι αυτά. Κατεβαίνεις σ’ αυτό το υπόγειο, σα να εισέρχεσαι στον Άδη. Όταν όμως ξανανεβαίνεις στον κόσμο, μ’ έναν ήλιο λαμπερό, αντικρίζεις τους περαστικούς συνανθρώπους σου και σκέφτεσαι, δε θα μπορούσα να έρθω πιο κοντά στον καθένα απ’ αυτούς, πιο καλά γνωρίζοντας τους απ’ ό,τι τώρα, που μπορώ να τους βοηθήσω, με αγάπη και τιμή.

Wednesday, April 25, 2007


Φόντο ηλιοφάνειας...
(Π.Ι.)

ΑΥΛΙΤΣΑ

Ξέχασε στο σπίτι τα φώτα ανοιχτά.

Ο ξενιτεμένος μάλλον γεννιέται ξενιτεμένος.
Κι η πατρίδα του συνοδεύει το σκηνικό
Όπως ορχήστρα σε υπόγειο κοίλο, στην όπερα.
Απ’ το ρείθρο του πεζοδρομίου
Βροχή περίπατοι κυλούν
Έτσι όπως ξέρουν να επικοινωνούν οι δρόμοι
Και εκβάλλουν στη Μεσόγειο.
Το απόγευμα είναι μια ανθισμένη καμινάδα.
-Θυμάμαι το δάσκαλο να καπνίζει.
Διακριτική συνέπεια του τραμ
Που περνά μέσα απ’ τα δέντρα ανάλαφρο
Οι δάσκαλοι περνάν απ’ τη ζωή μας
Μ’ ένα χωνάκι παγωτό.
Μόνο μια αυλίτσα να μας δεχτεί,
Ν΄ ανεμίζει η τετράγωνη κουβέντα
Με κιθάρα που ανάβει τα ρεσώ
Ταξιδεύω ως και τη μπουνάτσα
Που ‘χε όταν κοίταζα τα μάτια της.

Κι είδε το σπίτι απ’ έξω φωτισμένο
Μα δεν είχε τα φώτα ξεχάσει
Ούτε τα κλειδιά:
Τον περιμέναν μέσα οι δικοί του
με χορούς και με χόβολη

Friday, April 20, 2007

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟ "ΘΟΥΡΕΙΟ'"

Διάβασα κάπου, κάποια λόγια του Οδυσσέα Ελύτη απο μια δήλωση του στη νεανική εφημερίδα "ΘΟΥΡΕΙΟΣ" και θεώρησα σκόπιμο να τα παραθέσω, είναι φάρος.

"Πέταξα πάνω από μισό αιώνα για να ρθω στη θέση του σημερινού εικοσάχρονου και να του πω: Είναι δύσκολος ο αγώνας που τον περιμένει, αλλά αξίζει τον κόπο να τον αναλάβεις. Στον δικό σου τομέα και με το δικό σου τρόπο, αλλά σωστά, καθαρα, τίμια. Για το καλό της ανθρωπότητας, για την ειρήνη, για τη δημοκρατία".

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΜΑΥΡΗ ΕΠΕΤΕΙΟ...


21η Απριλίου, 40 χρόνια μετα την επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα. Η γενιά μου, όπως το μικρασιατικό διωγμό από τους παππούδες της, ήρθε σε αμεση επαφή με την επικρατούσα ατμόσφαιρα εκείνων των χρόνων, από τους γονιούς της και τους δασκάλους της. Τα πλησίασε ακόμα από τη σχολικές γιορτές,τα τραγούδια, τα αφιερώματα, και τον έντονο τους απόηχο μές στις ακόλουθες δεκαετίες, στις οπόιες γεννήθηκε. Έχει μία σχεδόν βιωματική σχέση με όλο εκείνο το κλίμα, καθώς απ όλους τους φορείς κοινωνικοποίησης δέχονταν ποικίλα μηνύματα εμπειρίας και ιδεολογίας.
Παρακολουθούσα τις προάλλες κι εγώ μια εκπομπή-αφιέρωμα στη χούντα, φρίττοντας απ’ την ηλιθιότητα των λεγομένων των δικτατόρων: «όποιος κυκλοφορεί στο δρόμο μετά από μια ορισμένη ώρα απειλείται με πυροβολισμό» (!) ή έλεγε ένας επιζών από δαύτους με θράσος «αν θέλατε θα μπορούσατε να μας διώξετε ήδη απ’ την πρώτη μέρα, για να μη το κάνει ο λαός σημαίνει ότι μας ήθελε». Και σκεφτόμουν αν είναι δυνατόν να μπόρεσαν αυτόι οι παράφρονες και ανόητοι άνθρωποι να μπορέσουν όχι μόνο να αναρριχηθούν, αλλά και να επιβάλλουν την εξουσία τους για 7 ολόκληρα χρόνια, και μάλιστα σ’ ένα τόσο βασανισμένο (και άρα υποψιασμένο) και με δημοκρατικό παρελθόν λαό. Με κορυφαία ηλιθιότητα φυσικά την απώλεια της βόρειας Κύπρου, απ τους χειρισμούς τους. Ωστόσο, απ’ ότι μπορώ να διαπιστώσω το κοινωνικό έδαφος της κοινωνίας ήταν αρκετά πρόσφορο για να βρει πάτημα ένα τέτοια καθεστώς: o μικροαστισμός είχε αρχίσει να φύεται στην καθημερινότητα των ελλήνων, ο εφησυχασμός, ο συντηρητισμός και ο ατομισμός άρχισαν να αποτελούν παθολογικές πραγματικότητες στο νεοελληνικό γίγνεσθαι, και έπρεπε να γίνει κάτι τέτοιο για να ανασκαλέψει την αγωνιστικότητα και να προκαλέσει την έντονη αντίδραση με ποικίλους τρόπους, και πάλι όχι απ’ όλους, ή όχι έμπρακτα. Χαρακτηριστικό είναι το βίντεο(μπορείτε να το δειτε, ατο τέλος της σελίδας) από μια ταινία του κωμικοτραγικού ηθοποιόύ της ρωμιοσύνης Θανάση Βέγγου, που δείχνει (όπως ο Σαρλό για το Χίτλερ) την φοβισμένη και συσσωρευμένη αγανάκτηση που την εξωτερικεύει εσωστρεφώς με το τραγούδι του, που προσκρούει στο άκαμπτο τείχος του καθεστώτος.
Σήμερα, που έχουν καταλαγιάσει οι θόρυβοι απ’ τα τάνκς, αυτά μας φαίνονται πολύ παράξενα, γιατί οι ελευθερίες της δημοκρατίες είναι αυτονόητες μέσα μας. Κάποιοι όμως αγωνίστηκαν για να επανακτηθούν αυτές και να στεριώσουν, με όλα τα μέσα. Και αυτοί, οι περισσότεροι, είναι εδώ,δίπλα μας, πρόσωπα υπαρκτά, οι συγγενείς, οι δασκάλοι μας, οι πνευματικοί μας άνθρωποι, οι τραγουδοποιοί μας. Δεν είναι όπως άλλους αγωνιστές της ελευθερίας που τους γνωρίσαμε μόνο μέσα από τα βιβλία και μας χωρίζουν χρονικές απόστασες τόσο όσο να χουν γίνει μύθοι στο μυαλό μας. Μεγαλώνουμε μέσα σε τέτοιους ανθρώπους, και είμαστε λοιπόν πολύ τυχεροί που έχουμε άμεση επαφή μ’ αυτά τα πρότυπα ελευθερίας, Δημοκρατίας και αξιοπρέπειας. Έτσι όχι μόνο μπορούμε να αντλήσουμε απ’ αυτούς τέτοιες αξίες, αλλά μπορούν και να μας καθοδηγήσουν (βλέπε αιώνιος έφηβος, κ. Θεοδωράκης, κι όχι μόνο), για το πώς τα εχέγγυα αυτά να τα καταστήσουμε ενεργά μέσα στη συγχρονη κοινωνία της (υπερ)πληροφόρησης, του καταναλωτισιμού, της αμερικανικής παντοδυναμίας.
Νέοι ήταν κι αυτοί τότε, όταν αγωνίζονταν με την αγνότητα και το πάθος της ηλικίας τους για την άρση της ταπείνωσης, τα δικαιώματα του Έλληνα, που ακτινοβολούσε και σ’ όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Νέοι κι εμείς, έχοντας στο οπλοστάσιο μας τα δημιουργικά υλικά της νιότης μας, το πάθος, τον ενθουσιασμό, την φιλελευθερία, την αγνότητα, το συγχρονο πλεονέκτημα του διαδικτύου, που αποτελεί ένα πολύ ισχυρό βήμα έκφρασης, προάγει τη δημοκρατία. Το ζήτημα είναι λοιπόν να βρούμε τόπο, τρόπο και μορφή να τα αξιοποιήσουμε όλα αυτά. Καμιά φορά νιώθουμε σα να χουμε τον έρωτα μέσα μας να σφυζει, και προσπαθούμε να βρούμε που να τον εκφρασουμε. Μας θολώνει λίγο ο αυτός ο αλλωτριωτικός συρφετος της υπερπληροφόρησης, της τηλεόρασης, της αμερικάνικης ηλιθιότητας και χυδαιότητας, που σίγουρα αποπροσανατολίζει.
Είναι όμως και κάτι άλλο, η αρνητική όψη του να χεις τόσο άμεση επαφή με τα πρότυπα σου, βιώνεις την απογοήτευση κι εσύ για παρασκήνια, μετέπειτα συμπεριφορές, λάθος δρόμους, εξαιρέσεις… Αυτά τα αποτυπώνει πολύ καλά ο στίχος του Σαββόπουλου « αξύριστος με την πιτζάμα, απ’ την μεταπολίτευση». Είδαμε πολλούς, που ίσως δεν είχαν και τόσο ενεργό ρόλο τότε, να απολαμβάνουν της δάφνες τους, να αποζητάνε τη δόξα που τους χρωστάμε με την ψήφο, να κοκκορεύοναι στα τηλεοπτικά πάνελ, αλλά και να αλλοτριώνοναι, να ξεχνάν το παρελθόν τους… Και όλα αυτά δημιούργησαν μία απαξίωση μέσα μας για την πολίτική, και τους πολιτικούς, ενδόμυχα, πράγμα που οδηγεί σε επικύνδινη αδιαφορία. Αλλά και σε εσφαλμένη αντίληψη, που οδηγει σε κάτι φαινόμενα που μεπληγώνουν, να βλέπουμε τους συνομιλίκους μας να χαραμίζουν τη δημιουργικότητα, να ακουμπούν το πάθος τους (βλέπε πάλι «πολιτευτή» του σαββόπούλου) πέφτοντας θύματα των κομμάτων, για να προυπαντούν κυβερνητικούς και μη, να ετοιμάζουν σημαιούλες για αρχηγούς με κενολογίες, που υποόσχονται ένα μέλλον, σα watermelon. Και στιγματίζουν τα τρυφερα νιατα τους εγγεγρεμένοι, φανατισμένοι, διχασμένοι, και ουσιαστικά γελασμένοι.
Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί,που όπως πρέπει να γίνεται, βγαίνουν στους δρόμους (ή και με κάθε δημοκρατικό τρόπο), διαδηλώνουν για την παγκόσμια ειρήνη,την οικολογία την αδικία στον κόσμο, το βλέπεις το φως στα μάτια τους, τίμιο και ανυποχώτητο, να πολεμά για την αληθεία. Ίσως καμια φορά με κάποιες υπερβολές βέβαια, γιατί ακόμα ο πυλός ψάχνει ζεστός που να πάρει το σχήμα του, μέσα στην τόση θολούρα. Νέοι ήταν και τότε και τώρα εμείς. Με την «αχθοφόρα ορμή» μας να ψάξουμε να βρούμε τους κοινωνικούς και προσωπικούς μας φάρους, που θα μας οδηγήσουν στην έκφραση και την αξιοποίοηση της αλήθειας μας, μακριά από βρωμιάρηδες. «Γιατί αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα».Πήρα τηλέφωνο το φίλο μου το Θ. αργά το μεσημεράκι, ωραία μέρα είχε σήμερα φίλε του λέω, «όχι είχε, έχει» μου απαντάει…

ΣΤΗ ΖΕΣΤΑΣΙΑ ΕΝΟΣ ΨΙΘΥΡΟΥ


Βγήκα για δέκα λεπτά να ψωνίσω κάτι, ψιλόβρεχε. Δεν τολμάς να εκτεθείς στη βροχή και σε παίρνουν οι μυρωδιές, οι μνήμες σε παίρνουν. Μια οσμή από πράσινο μήλο, κι άρωμα κοριτσιού. Παράξενη ζεστασιά, ζεστή αγκαλιά των ανεπίστρεπτων πραγμάτων, ασάλευτη γιορτή… Η πρώτη αγάπη, που σε σφραγίζει ανεξίτηλα και τη νύχτες σε ξυπνά , σε γεμίζει μ’ αμφιβολία, έρχονται στιγμές που τη νιώθεις πατρίδα.
Πάντα όμως πρέπει να ’χεις κατά νου, πως η αγάπη τις περισσότερες φορές δε γιατρεύει, απλά ομόρφαίνει, τον τρόπο όμως που ε σ ύ βλέπεις τα πράγματα, κι αυτό ωστόσο δεν είναι διόλου αμελητέο. Βροχή κι αισθήσεις, αυτή είναι η «άλλη» δύναμη του νερού. Ω, ναι, το ξέρω καλά, ο Δούναβης δεν εκβάλλει στο Θερμαίκο, μα όταν στέλνω την καλησπέρα στους ανθρώπους μου, είμαι σίγουρος πως θα φτάσει με τις υπόγειες,ναι, των υδάτων διαδρομές.
Έχω μια ιδιαίτερη συμπάθια στα ποτάμια. Ξέρουν που παν, που εκβάλλουν, ξεπροβάλλουν σωτήρια, αυλακώνονται. Κοντά στο Δούναβη της Μπρατισλάβα, ορθώνεται το κτήριο της όπερας. Κάθε μέρα έχει μια παράσταση, αυτή είναι η μάζωξη του κόσμου. Κάθε απόγευμα, λοιπόν, πίσω απ’ το κτήριο αυτό, κάνουν στα καμαρίνια τους πρόβα οι πριμαντόνες. Πάω και στέκομαι εκεί, και στο απέναντι παγκάκι ένας γεράκος κουρελής. Κι οι δυό ζητιανεύουμε κορώνες. Αυτός τις παίρνει σε νομίσματα κι εγώ σε νότες. Σε νότες υψηλές που ηχούν όμως σα ψύθιροι.
Αχ, τώρα που κάθομαι και γράφω ήρθε και κάθισε μια καρδερίνα στο σύρμα της απλώστρας…Τι θαύμα κι αυτό!να ρίχνει τουλούμια όλη τη νύχτα και το πρωί να σηκώνεσαι και να βλέπεις μια λιακάδα… να γυαλίζουν τα δέντρα και μέσα στα νερά που ναι στις λακούβες, ν’ αντιφεγγίζει το τελαυταίο σύννεφο που διαλύεται. Από την άλλη μεριά του Δούναβη, υπάρχουν πάρκα και δασάκια, που τωρα το φθινόπωρο, παίρνουν πολλά πολλά χρώματα, απ’ το κόκκινο ως το κίτρινο, και βλέπεις τα φύλλα μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική τρυφερότητα να αιωρούνται καθοδικά, τους ποδηλάτες και τα καρότσια, και την παρέα που παίζει ένα παιχνίδι γαλλικής προελευσης, που δεν το χω ξανακούσει.
Κι έτσι πως βλέπεις τα φύλλα να πέφτουν, λέξεις που αιωρούνται: νοσταλγιά, νόστος και άλγος, πόνος όμως ηδύς. Φωταψία, αφή φωτός, με την άκρη των δαχτύλων. Αφουγκράζομαι, τι θεσπέσια λέξη! Κι έτσι σ’αυτή την πόλη δεν είμαι πλανόδιος, αλλά πλαν-ώδιος, περπατάω και τραγουδώ την ομορφιά. Και τον πόνο ακόμα, που μας λαξεύει, όπως το μάρμαρο το σφυρί, που από πέτρα το κάνει άγάλμα. Και το αγαλμα, απ’ το αγάλλομαι προκύπτει.

Wednesday, April 18, 2007


Η 95 χρονη Irena Sendler από την Πολωνία, κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, έσωσε μέσα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Εβραίων,2500 παιδία, με κίνδυνο της ζωής της, φυγαδεύοντας τα σε πολωνικές οικογένειες, εκμεταλλευόμενη την ιδιότητα της ως νοσοκόμα. Ο πόλεμος τελείωσε, κι όταν το σοσιαλιστικό καθεστώς επεκράτησε στην Πολωνία, όχι μόνο δε της αναγνωρίστηκε καμία προσφορά, αλλά διώχθηκε κι όλας, τέθηκε σε περιορισμό, θεωρούμενη ως «αντιδραστική», απαγορεύτηκε στα παιδιά της να σπουδάσουν. Και ήρθε η ώρα, στα 95 της χρόνια, από μια ομάδα φοιτητών που τυχαία βρήκαν μια μνέια στο διδίκτυο, το έργο της να λάβει δημοσιότητα, και να προταθεί για Νόμπελ Ειρήνης. Και το μόνο που είχε να πει, αντί παραπόνου για την βασανισμένη ζωή της που γνώρισε την αδικία και την πίκρα, ήταν «λυπάμαι μονάχα, που δεν έσωσα κι άλλα...»
Δεν είναι παράξενο να μην έχετε ακούσει τίποτα, γι αυτόν τον ά ν θ ρ ω π ο που θυσίασε τη ζωή του στο βωμό του έμπρακτου αλτρουισμού. Οι περισσότερες εφημερίδες την στρίμωξαν σε μια στήλη, και οι τηλεοπτικές ειδήσεις ίσα που έκαναν ένα σύντομο ρεπορτάζ. Πίεζε ο χρόνος για τα σίριαλ. Στη γαλαρία της ενημέρωσης ταξιδεύουν κάτι τέτοιες ειδήσεις. Που ψυθιρίζοντας κάτι στις μονάδες, θα μπορούσαν ν’αλλάξουν τον κόσμο. Θυμάμαι την ταινία που πήρε πρόσφατα όσκαρ, τη «Ζωή των άλλων» (ίσως η καλύτερη ταινία που χω δει), όπου κι εκεί κάποιος, εκμεταλλευόμενος τη θέση του κατάσκοπου, θυσίασε την άνεση που το προσφέρονταν από το σοσιαλιστικό καθεστώς για να βοηθησει έναν καλο άνθρωπο. Έβγαινες καλύτερος απ’ αυτην ταινία. Οι μεγάλοι κινηματογράφοι την αγνόησαν, προτίμησαν του Holywood, την πρόβαλλε μόνο ένα σινεμά μες στο στενάκι. Κι όμως έσπασε ταμεία, πούλμαν γέμιζαν από την επαρχία, καθημερινά. Τι άλλο είναι το ποιοτικό, παρά το ανθρώπινο...Και την κυρία αυτή, που να της χαρίζει ο Θεός χρόνια, δεν την ενδιαφέρει στην ουσία αν αναγνωρίζεται ή αν διώκεται-για δική μας κληρονομιά πρόκειται. Το ίχνος της το άφησε στην ανθρωπότητα. Γιατί έτσι χτίζεται η ανθρωπότητα, από ίχνη. Από το Σωκράτη μέχρι τους αγωνιστές του πολυτεχνείου, που χασαν χέρια και πόδια, αλλά δε φάνηκαν ποτέ. Γιατί απλά θέλησαν να παραμείνουν αγνοί.
Ίσως, ό,τι χρώματα φυτρωνουνε την άνοιξη
δεν είναι παρά μια αρχαία
ανθισμένη καρότσα
που κάποιος είχε
ξεχάσει στους αγρούς,
και λουλουδιασε...
Το κάστρο του Devin, στα σύνορα Σλοβακίας-Αυστριας, όπου διασταυρώνονται ο Δούναβης με το Μοράβα. Απ΄το 12ο αιωνα.

Tuesday, April 17, 2007

ΖΑΧΑΡΟΤΕΥΤΛΑ

Το σπίτι είναι σώμα που οξυγονώνεται, του κάνουμε ηλεκτρική μαρμαρυγή, είν’ ένα κύκλωμα που διαρρέεται από ρεύμα. Υπάρχουν φορές που αφαιρώ τη μάσκα, αποσυνδέω τα ηλεκτρόδια, κατεβάζω δηλαδή το τηλέφωνο και καταργώ το διαδίκτυο ή κλείνω καλά τα παράθυρα. Μα τη νύχτα το σπίτι γεμίζει ζωή :βάζω πλυντήριο κι ο θόρυβος ακούγεται σταθερός κ επαναλαμβανόμενος, καθώς βλέπεις τα ρούχα μ’α- φρούς από το φινιστρίνι –σπουδαία συσκευή, σε ταξιδεύει. Ζωντάνια ακόμα κι απ’ το βραστήρα, την τοστιέρα, το ψυγείο, κι απ’ το ποδήλατο της γυμναστικής, που γράφει στο καντράν φανταστικά χιλιόμετρα, με φόρα και passive activity.
Στα κουβούκλια του ντουζ φοράς την ειδική στολή της γύμνιας και σέρνεις την πόρτα, έτοιμος να εκτοξευθείς σε μια ειδική αποστολή, με τόσους υδρατμούς. Κι ανοίγεις ύστερα ξανά την πόρτα, άρτι αφιχθείς κ προσμένων δόξες.
Αυτό το κομψό λαμπατέρ πώς μεταμορφώνει τέσσερις κίτρινους τοίχους όταν,ανάβει πλάι στα cd με τα υγρά ηχεία. Και τα συρτάρια τη νύχτα, ανοίγουν τελετουργικά,για να πάρεις το οινόπνευμα ή ένα ζεύγος κάλτσες, γυρεύεις δωράκια και σημειώματα, όπως χώνει η αρκούδα το χέρι της στο δέντρο για να πάρει το μέλι, σιγά, μην ξεχυθούν οι μέλισσες. Καθρέφτες που εκπλήσσουν με την αξυρισιά, κουρτίνες πλεκτές, ημιδιάφανες, σα νυφικά της σελήνης που μπαίνει. Συνθετικά μαξιλάρια, πόστερ και γυάλινα αποτυπώματα. Τα διαμερίσματα τη νύχτα, είν ένα οικοσύστημα στιγμών και εντυπώσεων.
Θυμάμαι μες στο τελευτάιο τρένο, Βιέννη-Μπρατισλάβα, είμασταν σχεδόν μόνο εμείς κι ο οδηγός, βγαίνοντας απ’ το βαγόνι, μια μεθυσμένη κυρία μου λέει: no control, δε χρειάζεται εισητηριο, ταξιδευω κάθε μέρα free, κι εγώ. Κι ύστερα έγειρα να ξαπλώσω.
Coca cola, fujizu, fiat. Μέχρι και στα όνειρα που βλέπουμε τη νύχτα,διαφημίσεις κοιτάνε να στήσουν, χορηγοί στο ασυνείδητο, κι από τον ύπνο μας κοιτάνε ν’αρπάξουν. Μα εγώ βλέπω απ το κάστρο του Devin τα δυο ποτάμια που ενώνονται, σαν να ναι απ’ έξω, μέρα.
Νιώθω καμιά φορά σα να ζούμε σ’ ένα ενυδρείο, κάποιοι από μας φυσάνε λίγες πέρλες, οι περισσότεροι απολαμβάνουμε την τροφή που μας ρίχνουν. Κι όταν φορές φορές βρούνε κοράλλια κι άγκυρες στο ενυδρείο, προβληματίζονται.
Μες στα βρεμένα εδάφη, με το ρύζι και τα ζαχαρότευτλα, κουράστηκα. Πότε επιτέλους θα βγούμε σ’ ένα ξέφωτο…Έχω μια μικρή ελλάδα μες στο σπίτι, τη διανθίζω και τη θρέφω, πονεμένα και γνήσια. Με ήχους από σμήνη, κι ανάσες αιολικές.