Thursday, October 11, 2007

ΠΟΤΑΜΟΠΛΟΙΟ


Και ξάφνου βλέπεις ανοίγοντας την πόρτα

πως το δωμάτιό σου δεν είναι παρά

η καμπίνα του πλοίου.

Κι ας νόμιζες πως τόσα χρόνια

έχεις κι εσύ ένα σπίτι στη στεριά.

Στη μαρμάρινη πλατεία...


ΓΙΑ ΤΟ ΔΥΤΗ Η ΒΑΡΚΑ ΕΙΝ’ ΟΡΕΙΒΑΣΙΑ

Με το φακό στο κούτελο να ψάχνεις
Μες στη σκέψη του ανθρώπου
Σταλαγμίτες και χαμόκλαδα
Και μιαν ελπίδα τζάμι
Αμαξιού από σφαίρα

Άνοιξα τη βρύση στα ξένα
Κι έτρεχε νερό απ’ το βράχο του Πηλίου
Άνοιξε το θερμοσίφωνα
Να ζεστάνει η θάλασσα
Θα κατέβει κοκκινόχωμα
Θα τρέχει η βρύση αίμα.

Αίμα να μου παίρνεις απ’ τ’ όνειρο
Ήταν πολύ ζωντανό
Είχαμε λέει αγάπη για όλα
Κι είμαστε όλοι μες στο όνειρο
Μια μαραμένη ειμαρμένη
Που τώρα πάφλαζε
Σα να περνούσε τρεχαντήρι

Κοιμόταν πάλι στα παγκάκια οι κλωσάρ
Βγήκαν οι μπόγιες κι ανέλαβαν τη ζώγρηση

Κι όμως τα όνειρα μας νουθετούν
Μήκους μικρού μεγάλου πόθου
Να ξυπνάς αλλού

Στη μαρμάρινη πλατεία με τραπεζάκια στο γκρεμό
Ν’ απλώνονται στον ήλιο τα χωριά και να τήκονται
Με λεμονάδα ΕΨΑ και νεραντζάκι απ’ το πρωί
Κι ο τσαγκάρης να δουλεύει στην κουφάλα του πλάτανου

Δέσε κυρά μου τα μαλλιά σου να φύγουμε

Δε ξέρω εδώ που ρθαμε
Μπόλικο τραύμα ο κόσμος

Σαν φωτογραφία ποταμού...


ΑΣΤΑΘΗΣ ΕΝΩΣΗ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ

Σαν φωτογραφία ποταμού
Που εμφορείται τυχαία
Από σμήνος πουλιών
Ευτυχαίνω τη συγκυρία
Σήμερα γάμος γίνεται
Με νυφικά καραβόπανο
Κι εκκλησία μουράγιο
Οι μοτοσικλέτες στην αλάνα
Γεννοβολούν κονιορτό
Αορτή του χωριού
Καρδιά σε βυζαίνει της μέρας
Δυο ώρες καλοκαίρι ανά μιλιγκράμ
Στο αναβράζον μεσημέρι
Έγραφε η συνταγή
Σιρίτια από ιτιά
Για να γελάσω δεν αρκεί
Να πούμε «τυρί»
Ένα κερί ν’ ανάψεις
Για την ειρήνη
Που χουμε αποκτήσει με τον πόνο
Μια σχέση πλέον τροφοδοσίας
Φορτηγό στην εθνική
Κορνάρει και κατεβαίνεις
Για την πραμάτεια
Οι ταράτσες πιάνουν μόνο τα σήματα
Τα συμμερίζονται ηλεκτρολόγοι
Εντάξει καθάρισε η εικόνα στο νου μας
Δεν κάνει χιόνι το γυαλί
Ανθίζω γοερά και πάλλω
Στραμμένος στο μέλλον
Σαν ηλιοτρόπιο









ΑΠΟ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΜΗΛΑ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ ΣΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΤΗΣ ΠΡΑΓΑΣ




Η ΜΗΛΙΤΣΑ

Οι λέξεις σου μες στην καρδιά
Σαν το σκουλήκι μες στο μήλο
Κάνεις κι εσύ σαν τα παιδιά
Μάθε πως πια δεν σ έχω φίλο

Η μικρή μηλίτσα
Κάθεται και κλαίει
Πέφτουνε στο χώμα
Κόκκινα δάκρυα

Μες στο Αιγαίο πλέει
Κι όλο γι σένα λέει
Πως μ’ αγαπάς ακόμα
Σαν εδάφη πάτρια

Κρατάς μαχαίρι στη βραδιά
Και με μυρίζεις σαν το σκύλο
Μ’ ανοίγεις πρώτα την καρδιά
Κι ύστερα μου προσφέρεις μήλο

ΗΡΘΕ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ-ΣΤΗΝ ΑΚΟΥΑΡΕΛΛΑ ΜΟΥ

ΟΠΤΙΚΕΣ ΙΝΕΣ

Ήρθε το φθινόπωρο,
έβγαλε τα δέντρα από την πρίζα
κι άρχισαν να πέφτουν τα φύλλα.

Κοκκίνισαν στην άκρη
ανέβηκε το άιμα στο κεφάλι τους.

Κοιμήθηκες και η μορφή σου
πέρασε ανάγλυφη στο μαξιλάρι
σαν σε γύψο.

Ήρθε το φθινόπωρο
πήρες υλικό από την πρίζα
κι έφτιαξες μετάξι.

ΚΑΠΟΙΟΣ ΘΕΟΣ ΤΟ ΦΥΣΗΞΕ...

Ήσουν η άμμος
ήμουν φωτιά
και γίναμε γυαλί

μπορεί να γίνει θρύψαλλα
μα θα μείνει γυαλί

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ

Ετοιμάζουμε τις μηχανές για το ταξίδι- κάμερες, σίδερα, φορτιστές- σα να ντύνεις παιδιά. Οι χειρονομίες αναδίδουν προσμονή. Στ’ αεροπλάνο η τουρμπίνα ωθείται με τ’ όνειρο. Άνοιξες το χέρι να μου δώσεις φλουρί και μου δωσες το φόβο σου. Βαθμίδες φωτός, καθώς χαμηλώνει. Πλησιάζει η θάλασσα. Κάπως έτσι πρέπει να αισθάνεται κι ο γλάρος. Γλάρος ηλεκτρικός και αρμυρίκια. Αυτοκίνητο καναρινί. Να κελαηδάμε το τοπίο. Αρχοντικό Αλεπουδέλλη.
Γράφω σα να χαϊδεύω κεφαλάκια παιδιών. Ο Άγιος Ραφαήλ γυρνά μες στις ελιές με τα πέτρινα πεζούλια. Διψάει για το θαύμα η ψυχή. Σκαρφαλώνει σα κατσίκι. Κι είμαστε μέσα στον κόσμο σαν μια χελιδονοφωλιά. Τραγουδάμε και τρωγόμαστε. Από κει μαντεύουμε το απέραντο.
«Ένα Δόξα τω Θεώ ολόγιομο, χωρίς κραιπάλη διδαχών.» Χωνάκι χάμω για τις μέλισσες. Πουλιά, λουλούδια καμωμένα από κοχύλια, θαυμάσια. Από παιδί μ’ αυτά καταγίνονταν ο 60χρονος καλλιτέχνης. Μανταμάδες . Ταξιάρχης από αίμα και πυλό, μ’ αφιερώματα. Παραφυάδες του δε ξέρω είμαστε. Κι αυτός ο κόσμος μου βάζει δύσκολα. Μα νομίζω πως όποιος εκφράζεται με απολυτότητα, ασχημονεί.
Έχει αυτάρκεια η Λέσβος. Λαδαριά, μελίσσια, τσοπαναραίοι. Και αυτάρκεια ομορφιάς. Αξιοπρόσεχτο πως στα νησιά, τα μνήματα εκτείνονται στο καλύτερο σημείο, να βιγλίζουν οι ψυχές να ηρεμούν.
Ψαροχώρι, Σκάλα Συκαμνιάς, επίνειο Συκαμνιάς. Ντάτσουν κάτω από την καρυδιά, πλατάνι του Μυριβίλη. Απλωμένα χταπόδια που λιάζονται. Παιδιά με τόπια, βαρκούλες και μπαλκόνια χρωματιστά. Όνειρο . Η Σμύρνη απέναντι καίγεται στον ήλιο.Το κύμα ξεβράζει σαν αναστεναγμός. Η κατάδυση του ήλιου, το αιματηρό βασίλεμμα. Ευτυχώς δε το ξεμυάλισε ο τουρισμός τούτο το μέρος το ευλογημένο. Έχει ασπίδες κι αποκρίνεται στους προσκυνητές. Αειπάρθενη Λέσβος!
Κατεβαίνουμε. Ο Μόλυβος και το κάστρο του, μοιάζει με ηφαίστειο, που ξεχύθηκε η λάβα του, κι απλώθηκαν σπίτια, σχηματίστηκε το χωριό. Στοίβες φύκια, μαύρα βότσαλα, αρχαία. Μια κοπέλα στην προβλήτα, με λυγισμένα πόδια, σαν ροδάκινα. Η ομορφιά της αχινός. Αναμεταδίδεται το δειλινό απ’ το ράδιο. Στο βάθος κήπος. Ο παλιός της γιαγιάς μας, Αϊβαλί, Τουρκία. Με βουνά, γιγάντου γόνατο τριχωτό.

Ψαράκι και ούζο. Μυρίζει ψυχή και γλυκάνισσος. Ταβέρνα στο Μόλυβο. Μια βάρκα πολύχρωμη που –κοίτα να δεις- τη λέγανε ΔΙΑΦΥΓΗ, μ’ ελληνική σημαιούλα και μια γάτα πιο κει να ζητιανεύει τα απομεινάρια. Ήρθαν αργότερα και τα πυροφάνια, ήρθαν τα παιδιά, και φέρανε φρέσκια σαρδέλα. Άνω θρώσκω τη Μεγάλη Άρκτο, που δείχνει το Βορρά, η ματιά κολυμπάει στη νύχτα και στην ξαστεριά.

Άσε τις αναμνήσεις από χθες, κάτι θα αδικήσουμε. Είδα στη φωτογραφία τον προπάππου μου με τραγιάσκα, με τη φαμίλια του, τη γιαγιά μου μικρή, είχαν αρχοντικό χαμόγελο μέσα στη συμφορά τους. Οι πρόσφυγες χρησιμοποίησαν τη Λέσβο ως ενδιάμεσο σταθμό, το ’22. Αρκετοί έμειναν. Στο Μόλυβο έζησε κι ο Βενέζης. Ξερολιθιές στο δρόμο για τη Σίγρη. Ένα μπρίκι για χόβολη αγόρασα, με βραχίονα μακρύ.
Ραντάρ χαμελαιοντικά για τ’ αεροσκάφη του γείτονα. Φυλάγουν και το μοναστήρι του Υψηλού, φρούριο παλιό, με ανεκτίμητα κειμήλια, από το 1100 μΧ. Άμφια, μήτρες, χειρόγραφα. Εικόνες του 1830, λίγο μετά την Επανάσταση – αν και η μυτηλίνη άργησε ν’ απελευθερωθεί. Διατηρούν τα χρώματά τους εντυπωσιακά. Η αγία Άννα, η Ανάληψη, ο άγιος Αντώνιος. Τα πάθη του Χριστού και τα πάθη μας. Η Εκκλησία, όσο κι αν συχνά ψαλίδισε τη επαφή με τις αρχαίες ρίζες μας, είναι στενά συνδεδεμένη με την Παράδοση και την ιστορική μας πορεία. Κι αυτό το μοναστήρι, προσφέρεται για μελέτη ιστορική.
Κρανίου τόπος, αιολικό πάρκο, πρόβατα αμολημένα. Την ξεραίλα διασχίζουν πάσαλοι ηλεκτρισμού, που μεταφέρουν αργά αργά το ρεύμα και το φως σ’ όλη τη Γη. Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, τέτοιες μονάδες. Κάτι ανάμεσο σε λογική και ένστικτο, είναι το αίσθημα, που συνήθως επαληθεύεται. Το παρελθόν είναι για μένα περισσότερο η αίσθηση των γεγονότων πάρα τα ίδια τα γεγονότα. Απολιθωμένο δάσος. Κορμοί Σεκόγιας, που τους πέτρωση η λάβα και κείτονται. Ανάγλυφο φύλλο της φτέρης. Ένα κομμάτι της Γεωλογικής μας Ιστορίας. Κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία, να κόψουν τμήμα για τη συλλογή τους. Αυτή η πλήρης ασυνειδησία, αυτή η ασέλγια, απορρέει από τον ατομισμό, όπως κάποιοι ρίχνουν κεζάπι στα δέντρα, μπροστά απ’ το σπίτι τους. Για να μη μιλήσω για τα τσιμεντοειδή που φυτρώνουν μετά τον εμπρησμό.

Αλικές από κάτω. Ερεσσός της Ψάπφας. Κρουαζιερόπλοιο σηκώνει κύμα, πολυόροφο σα κινούμενη βραχονησίδα που λακκίζει. Πατάς; Στο νερό και στα λόγια της Σαπφούς, αγνοί άνθρωποι, υγρό χαλίκι.
Ο κόλπος της Καλλονής, μια μαχαιριά που σφάζει τη Λέσβο. Σκάλα σε δέντρο μες στο λιβάδι, γι’ αυτόν θα ναι η σκάλα του Μιλάνο. Πέσαν τ’ αστέρια και καρφώθηκαν στο βράχο, τα φωτάκια του Μολύβου. Πρωί στο λιμανάκι. Τι αδερφάκια που είναι η θάλασσα με τη στεριά! Ταϊζουμε τα κεφαλόπουλα και τα πουλιά. Τσούρμο τρέχουνε τα ψάρια, πρώτα τα μικρά, μέχρι να ρθούνε τα αμέσως μεγαλύτερα να τα διώξουν. Το δίκαιο του ισχυρού.
Το ζεστό λιμανάκι του Μολύβου, θαρρείς πως τα πάντα συνεργάζονατι άψογα για να δώσουν το αποτέλεσμα μια ζωντανής, συνεχώς εξελισσόμενης θεατρικής παράστασης. Ο μόλος παρουσιάζει παράξενους σχηματισμούς, που δίνουν την αίσθηση της γειτονιάς, με το σωρό τα δίχτυα και τα τραγούδια, να μπλέκονται απ’ τα απέναντι ταβερνάκια, Χαρούλα και Ρεμπέτικα.
Πλωμάρι. Μας δώσαν γιασεμιά και πέτρες της θάλασσας, ωραίες, με λούστρο. Εργαστήρι του ούζου, Βαρβαγιάννης βαρύς. Στον πλάτανο της πλατείας, μαζεύονται με τα παιδιά τους, οι νεότερες γενιές που πέταξαν να ζήσουν στις πόλεις, σαν μην πέρασε καιρός. Αυτό είναι το αμφιθεατρικό Πλωμάρι, με τον Αρίωνα να παίζει τη κιθάρα του στο λιμάνι.
Αγιάσσος, μ’ ανθρώπους γνήσιους, ξυλόγλυπτα, χαλβά και παστέλλι. Στη Λέσβο την αγαπούν πολύ την κατάληξη –ελλι (η)ς. Μωρέλλι σε λεν κι ας είσαι στα 20. Εδώ είναι και η εικόνα που φιλοτέχνησε ο άγιος Λουκάς από το 800. Μοσχοβολάει θυμάρι, προζύμι και λαδοτύρι. Οι άνθρωποι ανόθευτοι, μπορεί να θέλουμε πολλά για να φτάσουμε την απλότητά τους. Τέντες από φύλλα, καφές στη στάχτη.
Στη Μυτιλήνη οι κινηματογράφοι δουλεύουν ακόμα με κάρβουνο, κι ένα πελώριο φουγάρο αταίριαστο στο υπόλοιπο σκηνικό, νομίζεις θα εκραγεί από ώρα σε ώρα. Ανεβαίνοντας απ’ τα ανθισμένα τείχη, φτάνεις μέσα στις ελιές στο μουσείο του Teriade (Στρατής Ελευθεριάδης). Παραδίπλα, ένα σπιτάκι με έργα του Θεόφιλου. Τι μεγαλοψυχία και ευρύτητα θέλει για έναν φιλότεχνο να μετατρέψει ένα υπέροχο σπίτι σε πινακοθήκη! Τον βοήθησαν ο Matisse, ο Ελύτης και ο Τσαρούχης. Θεόφιλος, Τσαρούχης, Πικάσο, γάλλοι κομψοί. Χρώματα ζωηρά, ερωτικά σχέδια, «για να χαιρονται οι νέοι την ομορφιά της τέχνης, δηλαδή την ομορφιά της ζωής», σημειώνει ο εμνευστής. Η εικονογράφηση του ποιήματος « το τσίρκο» , από το Φερνάν Λεζέ. «Του Σαγκάλ άλογα, τσίρκο του Σερά», το λέει κι ο Καββαδίας.

Αυτή ήταν η Μυτηλίνη.
Επιστροφή. Οι λέξεις αργές, ανδύουνε λύπη, όπως η στάχτη καπνό. Καήκαμε πάλι. Ωραία.

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΓΑΘΟΙ...

Είμαστε άνθρωποι αγαθοί
Καθίσαμε κάτω απ’ την ελιά
Και έβοσκε η γαλήνη μας πιο πέρα

Ήρθαν κάτι φιόρια
Και μας λέγαν για εξέλιξη
Περάσαν παλιάτσοι, περάσανε μπάτσοι
Χαθήκανε
Αφήσαν παιχνίδια, αφήσαν στολίδια
Τα βρήκαμε

Είμαστε άνθρωποι αγαθοί
Κι όταν μας πικραίνουν
Μαζεύονται οι λέξεις μέσα μας
Οι σκέψεις συσκευάζονται
Σαν συναυλία
Ματαιωμένη απ’ τη βροχή

ΟΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ

Οι τρομοκράτες ενυπάρχουν μέσα στην καθημερινότητά μας, και μας απειλούν, σαν το παιδί που έφαγε το απαγορευμένο γλυκό. Δεν είναι μονάχα αυτοί που κάνουν τα μετρό ασφυκτικά, τ’ αεροδρόμια να παίρνουν μέτρα, αυτοί που τριβολίζουν τους λαούς, κι εκχυδαΐζουν το διαδίκτυο. Είναι και οι δακρυγόνες κουβέντες, οι αποκρίσεις μολότοφ, οι αρνήσεις, κι οι χειρονομίες καμικάζι. Πόσο κυκλοφοριακό έχουν μέσα τους αυτοί οι άνθρωποι και βγάζουν τέτοιο θόρυβο!
Κι ο άνθρωπος κάθεται, βάζει στο μικροκυμάτων τα ποπ-κορν κι έχει την εντύπωση πως πήγε σινεμά. Έχει κάνει και βιτρώ-πουλιά στο παράθυρο, να τα βλέπει -κάποτε δεν τ’ άνοιγε, κουράστηκαν και φύγαν.
Μάλλον τους έχουμε ανάγκη τους τρομοκράτες, γι’ αυτό δεν τους αποτινάσσουμε απ’ τη ζωή μας. Θα ερήμωνε. Άσε που τους περιέχουμε λίγο πολύ.
Μα βλέπεις καμιά φορά, όταν σηκώνεται το βλέμμα, γυρεύει κάτι μακρινούς συνδαιτυμόνες, ψάλτες, καπετάνιους, φιλοτελιστές. Να λένε «στην υγειά σας», σαν «δεύτε λάβετε φως»..