Tuesday, June 26, 2007

ΚΑΥΣΩΝ Ο ΑΝΩΦΕΛΗΣ

Ποιος αντιλέγει για τον καύσωνα; Αλλά μόλις ανοίξω το παράθυρο, εισβάλλουν τσούρμο τα έντομα, όπως οι παππούδες που περιμένουν πρώτη του μήνα, ν’ ανοίξει το πρωί η τράπεζα, για να πάρουν τη σύνταξη. Όταν είσαι μακριά από τη θάλασσα, προστρέχεις στο τηλεφωνερό, παίρνεις δηλαδή τηλέφωνο τους ανθρώπους σου, για να δροσιστείς. Θα μπορούσε να λέγεται και τηλεφωτο-νερό, γιατί εκ του μακρόθεν, βγάζει και φως. Αλίμονο να μην έχει αλκοόλ το ψυγείο, ελλείψει χυμού και ανάγκη δροσιάς, θα το πιεις μονορούφι.Βγάζεις το καρπούζι απ’ το κάθετο ηλεκτρικό μποστάνι, παίρνεις το μεγαλομάχαιρο, και στον τοίχο φαίνεται για φόνος- η σκιά μου είναι ξαδέρφη του Ορέστη. Χώνεις τη μουσούδα σου μέσα στα άδεια σπλάχνα του (ναι, είμαι ένα όρνεο δροσιάς!) και το καρπούζι κλιματίζει. Πρώτα πρώτα κλιματίζουν οι μνήμες του. Κλείσε τα μάτια, ξαφνικά στο νησί, σε νησί απ’ αυτά που βγήκε ο Θεός και τα σπείρε στο πέλαγος μέσα απ’ το σάκο του, σα γεωργός της αρμύρας, να φυσάει τ’ αεράκι, και το τραπεζομάντιλο… Κι όχι μ’ αυτόν τον τον ανε-μνηστήρα της κλεισούρας.Πώς να πέσεις να κοιμηθείς, κάνεις την ώρα αιώρα και τζιτζίκι. Να ’τος όμως πάλι εδώ ο κώνωψ. Τι ταμπλέτα να βάλεις, τι μυρωδιές, στο τέλος θα πεθάνεις εσύ από τα χημικά κι αυτό απλά θα ναι λίγο ζαλισμένο. Και δεν είναι ότι τσιμπάει, δεν είμαστε στην Αφρική, είναι αυτός ο απειλητικός ήχος, σα παράπονο μικρής μοτοσικλέτας. Κουκουλώνομαι με το πάπλωμα, προτιμώ τη θερμοπληξία απ’ το να σου κάνω το χατίρι- πες οτι είμαι σε αντίσκηνο. Αλλά επιμένει ν’ απειλεί και μάλιστα ανώνυμα. Ανάβω το φως, σηκώνομαι πάνω, και με περισπούδαστο αγανακτισμένο ύφός του λέω, «είσια το μεγαλύτερο καθίκι που έχει γνωρίσει ο τόπος μας!» και το κακό είναι ότι μου βγήκε αυθόρμητα, γιατί είμαι του διαλόγου. Αλλά αυτό δεν παίρνει απ’ αυτά, το εντοπίζω αλλά μου ξεφεύγει, θυμάται παλιότερες γενοκτονίες κι αγριεύει πιο πολύ, το βάζει πείσμα. Ανοίγω την πόρτα αλλά δεν του κάνει αίσθηση, επιμένει στο ρέζους μου. Τι κι αν ξέρει πως θα πεθάνει όταν το δοκιμάσει..Προτιμά να πεθάνει με απολαύσεις, παρά να ζήσει έτσι. Ο ύπνος είναι ένα πεζούλι, μια μάντρα που προσπαθώ πηδήξω, και με ρίχνει εκεί που πάω να σκαρφαλώσω. Το παίρνω απόφαση, σηκώνομαι, βγάζω ένα σεντόνι από το συρτάρι, δε βρίσκω τις παντόφλες μου, φοράω κάτι πέδιλα χοντρά, μπρος τον καθρέφτη. Το κουνούπι σώπασε, μ’ αρχίσαν τ’ αηδόνια. Ξημέρωσε. Κι απέμεινα άγρυπνος στα άσπρα, με κοθόρνους και ψάθινο καπέλο, σαν αριστοφανικός που σάρκαζε τον Ευριπίδη.

Friday, June 15, 2007

Η ΝΥΧΤΑ ΚΛΙΜΑΤΙΖΕΤΑΙ

Η νύχτα κλιματίζεται

απ' την ανάσα της θάλασσας



Τράβα την περόνη ν' ακουστεί

η όπερα απ' την καρδιά σου



Μέσα στα νοικοκυριά

αρμυρά που κοιμούνται



Προσμένοντας τον μούστο

να πατήσουν ξανά



Ξημέρωνει κα ρίχνω ψωμί στα πουλιά

αλλού κυκλοφορούν κελαηδισμα σε χάπια



Μα εδώ η νύχτα κλιματίζεται

απ' την ανάσα σου

Thursday, June 14, 2007

ΑΓΑΠΟΡΡΟΗ ΣΤΗΝ ΤΑΦΡΟ

Κάποιοι έχουνε για τάφρο
τα ποτάμια του βουνού
γιατί ναι ιππότες που απομείναν
συστάδες στην κίνηση
κι άλλους με πανοπλία
τους πέτρωσε η λάβα τους.

Καλύτερα που δεν προκάμαν
να κατέβουν στη λεωφόρο
ήταν ιππότες, δε θ' αντέχαν τη βοή
Ραϊσανε κι ανέκραξαν
"Σαούλ τι με διώκεις"
κι έμαθαν να ψαρεύουν στα ηφαίστεια.

Εγώ κυκλοφορώ με τάφρο φορητή
γι' αυτούς που χύνουν δάκρυ κροκοδείλου
κι όταν βρίσκω στο δρόμο τους ανθρώπους μου
υδρορροή μιας αγκαλιάς

Friday, June 8, 2007

Ο ΛΥΚΟΣ

Περπατώ περπατώ εις το δάσος
Κι όταν ο λύκος είναι εδώ,
Ιδίως τότε

Ν ακούγεται το χρουτς από τα φύλλα

Και να τρομάζει απ την τρυφερότητα
Που ένα βήμα
Δεν είναι πάντα απειλή

Αλλιώς δεν έχει νόημα το δάσος
Θα το παραδίδαμε
Στο νοσοκόμο χειμώνα

Λύκε λύκε είσ’ εδώ?
Είμαι κι εγώ,
Με τα εικονοφόρα

Τα κωνοφόρα που στολίστηκαν
Με ζωγραφιές παιδιών

Γιατί τι άλλο ειν’ ο λύκος παρά
Ένα τροχοπέδη στην επαφή
Της εγγόνας πραγματικότητας
Με την αιώνια γιαγιά
Που κουβαλάμε