Saturday, May 5, 2007

ΤΟ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ

Το ξενιτεμένο σπίτι μου, κι όχι το σπίτι μου στην ξενιτειά, γιατί το σπίτι σου το χεις μαζί σου, κι όταν ακόμα το ξενιτεύεις, ζεις μέσα σ’ αυτό, αλλάζουν χρώμα οι σοβάδες του και μένει ίδιο. Στο ξενιτεμένο σπίτι μου, θα λεγε κανείς δεν έχει ιδιάιτερη θέα, ένας δρόμος με υπηρεσίες, αυτοκίνητα και μαγαζιά. Η θέα του είναι οι άνθρωποι μου, που τους βλέπω στη μέση του δρόμου να κατεβάζουν τη βαλίτσα τους απ’ το ταξί, με τη σειρά που μ’ επισκέφτηκαν. Είναι ακόμα οι καινούριοι, που πριμένουν να κατέβω. Κι είναι κυρίως η αγορά, η μαμά μου η αγορά, με τη μητέρα να τινάζει τα ντιβάνια, τη μυρωδιά του τηγανιού, τα καινούρια τραγούδια, τα τελευτία ψωνια. Με την κουρτίνα ν’ ανεμίζει, Σαββάτο μεσημέρι.
Τη θέα τη βλέπουν τα μάτια μου, μπαλκόνι δεν έχω. Θα φυτέψω ένα. Κάθε μέρα θα κολλάω ένα τούβλο. Κάποια στιγμή, θα προεξέχει μπαλκόνάκι. -Το θέμα είναι, αυτοί που έχουν βεράντες και βλέπουν στον ακάλυπτο. Έρχεται καλοκαίρι, αλλουνού θα του λείπει η κεντρική πλατεία της Λάρισας, άλλου τα πεύκα της Χαλκιδικής. Μια βόλτα στην παλιά πόλη, πάντα από ένα δρόμο πρωτόγνωρο, ένα πάρκο με κούνιες παράξενες: 9 τετράγωνα μεταλλικά, καθένα μία νότα αν τα πατήσεις, μια τραμπάλα μονή, και δυο ξύλινα κουτιά με ηχεία, το ένα εδώ το άλλο πέρα, με σωλήνες προφανώς κάτω απ’ το χόρτο, τηλεπικοινωνία. Έχουμε μάθει κύριοι, αυτό το πρόθεμα μας φάνηκε χρήσιμο τελικά, τηλε-αγαπώ, τηλε-φωνώ και τηλε-φωνάζω, αλλά και τηλε-πονώ, τηλέω, τηλε-ορώ, τηλαεράκι πελαγιτικο- να χαμε ένα τώρα! Μα έχουμε θα πεις. Το τραμ περνα ακόμα τόσο απαλά σ’ αυτήν την πόλη, σα τραγούδι. σα να περιμένει να του πεις, «ησυχασε καλό μου δεν μιλώ για σένα όταν λέω για τους έντοονους ρυθμούς». Ένα παιδί στον ώμο του μπαμπά του, όπως του Δία, η Αθηνά, να σου χαμογελάει στην ασφάλεια του λιμανιού του, να σπρώχνει τα χέρια σου που τη γαργαλεύουν εκεί ψηλα, έτσι λάμνει μες στο φως. Ουφ, δε θα φτασουμε στο σημειο να βλέπουμε ουρανό, απ’ αυτόν που πέφτει στο μπαρμπρίζ και στις λακούβες.
Δεξιά, μουσείο των Εβραίων, μουσείο ρολογιών ( που μετραν το χρόνο, που είναι μουσείο με τη σειρά του..), και πιο πάνω, η ορθόδοξη εκκλησία., μες στις φυλλωσιές. Αριστερά, μια γέφυρα σε συνδέει με τα τείχη του κάστρου, κλέισαν την πόρτα γιατί μπάιναν οι άστεγοι και έιχε ακαθαρσίες, όπως στα περιγράμματα των εκλλησιών, βάζουν καρφιά για τα χελιδόνια.

Και προσγειώνεσαι στο Δούναβη, που τον κυκλώνουν γκράφιτι, κι από κει η αγορα. Αυτή η πόλη είναι παραμυθένια ανισόπεδη, σε σημείο ιλλίγου-απ’ αυτό που προκαλούν τα παραμύθια.
Γκράφιτι είχε κι ένα τούνελ, περνούσε κάτω από τον κεντρικό, έφτανε σε μια στάση, που βλεπε πιάτο τη θάλασσα. Πήγαινα τότε για ιδιαίτερα στην Ποτίδαια, κι όταν ετοιμαζόμουν να φύγω, ερχόταν η επόμενη, μια κοπέλα με κόκκινη φόρμα, και ντροπαλή. Αργότερα τα φτιάξαμε. Καθώς περίμενα το λεωφορείο, έγερνε ο ήλιος στ’ αγριολούλουδα, που καταλήγαν στο χωματόδρομο με τα μηχανάκια, και σ’ ένα γηπεδάκι νυχτερινό. Μετά την έχασα. Καθώς περίμενα το λεωφορείο, αγιάζι ξύριζε συχνά, με καταγωγη θαλασσινή, και ένα φως στο άδειο γήπεδο, τυπικό «ελάτε».Μ’ ένα κινητο και το σκούφο στο χέρι Αυτό ήταν το φόντο της εφηβείας μου. Στην ίδια περιοχή κάναμε μπάνιο το καλοκαίρι, και τα βράδια θυμάμαι πλανόδιο λούνα-παρκ, να φωσφορίζει. Τα θαλασσινά ερείπια της Ποτίδαιας, που τα σιμώνουν μόνο οι γλάροι, κι αυτό το αρχαίο κύμα που τα φάγωσε, νομίζεις θα κόμισει ασπιδόφορους σε μια στιγμή, να ξεχυθούν όπως τα χρόνια. Το πρώτο τσουνάμι είχε γίνει στην αρχαία Ποτίδαια, -ο παππούς Ηρόδοτος μας τ’ αφηγείται- το 479πΧ, και θεωρήθηκε ως σημάδι των θεών, καθώς έπνιξε τον περσικό στόλο, που την πολιορκούσε. Με τη βάρκα του κυρίου Λ. λίγο πριν φύγω για έξω, περάσαμε τη διώρυγα της Ποτιδαιας, και φτάνοντας στεκόμουν όρθιος, μήπως κι αντικρυσω, κάτι απ’ τα ερείπια αυτά. Της αγάπης. Έτσι ήμουνα πάντα στις σχέσεις, πλησίαζα αρόδο. Κι επέστρεφα στη βάρκα, μόνος, μ’ αλμύρα και ελώρια.


















No comments: