Friday, May 25, 2007

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Που μπηξε το μαχαίρι
μες στη νύχτα -βαθιά- τη θερινή
και βγήκε κόκκινο
σαν από καρπούζι

Εξιστορούσε με τη σειρα του
με το φιδάκι να καίει
και να μυρίζει γύρω
απ' το τραπέζι μας

Πώς με σπάραξες με κείνο
το πυροτεχνικό εμβατήριο
Πώς βγήκαμε έτσι στον κόσμο
με γυμνό καλοκαίρι

Έπιασα και ζωγράφισα
τον τάφο μου απλά
σ' ένα κατάμεστο
φως περιβόλι

Μ' ένα αεράκι μικρασιάτικο
ν' ανάβει τα κεριά τους
της θάλασσας οι Άγιοι
ψυθίριζαν άστρα

Το ζοφερόν μου ένδυμα
τον κόσμο αυτόν ν' απεκδηθώ
να δράξω απ' την πηγή Σου
που στίλβει ανθέων

Αμήν και αναπέμπουν
τις μέρες του Αυγούστου
συγγενιά οπάλινη
εξ απαλών ονύχων

Friday, May 18, 2007

ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΥΡΙΑΚΗ

Έτσι όπως μπαίνει το φως απ' τις περσίδες
και κόβει σε λωρίδες την άλγεβρα
ο δάσκαλος σφουγγίζει τον πίνακα
σα να σκουπίζει δάκρυα,
με σπόγγο.

Ύσταρα χτύπησε το κουδούνι,
κατεβήκαμε στις αμυγδαλιές.Και χάθηκα.
Με τόσα κοχύλια να φουσκώνουν τις τσέπες μου.
Τώρα κάθομαι και συναρμολογώ επιστροφές.
Αφύλαχτος, με τόσα μίλια, από παντού.
Κούμπωστο φερμουάρ σου, το χε πει η μαμά.
Οι άνθρωποι τραχύναν. Φύσαγε το Πήλιο.

Κάτι άκουσα για δέυτερη Κυριακή,
δε σχηματίστηκε λεει πανσέληνος.

Μείναμε μόνοι, χιλιάδες.

Tuesday, May 15, 2007

ΟΙ ΜΑΡΙΟΝΕΤΕΣ ΤΗΣ ΠΡΑΓΑΣ

Μέσα στη σχετική τους κίνηση
Οι μαριονέτες των καταστημάτων
Υπαθάλπουν μια κρυφή ελευθερία.
Σ’ ένα πλαίσιο κινήσεων στενό
Αφημένες, παραδομένες
Στην τάση του νήματος
Ορίζουν το χορό και την υπόκλιση
Βάσει των άνωθεν ροπών,
Με ζυγιασμένες, έτοιμες κινήσεις.

Με ρούχα ραμμένα ειδικά
Για την ξύλινη ανοχή τους
Καπέλα πάνινα, βαμμένη μύτη και λουστρίνια
Βλέπουν της φυλακής τους
Τα νημάτινα κάγκελα
Να λυγίζουν απ’ τον έμπορο
Που καπνίζει αδιάφορα έξω απ’ το μαγαζί.

Η τεχνητή ανάταση των χεριών τους
Με μόνιμο βλέμμα της σιωπής
Κρύβει μια σχετική ελευθερία.
Γι’ αυτό και τα παιδιά τις πλησιάζουν
Ενθουσιοδώς, νοηματοδοτώντας
Με χαμόγελο την ύπαρξή τους, σα να επικοινωνούν.

Είναι η γαλήνη που εκκρίνει
Η τετελεσμένη αποδοχή τους
Η αγγόγυστη φιλοσόφηση της κλωστής.
Μα πάνω απ’ όλα, κι από την υπομονή,
Είναι η εν δυνάμει θράυση του νήματος
-αυτό το κρύσταλλο της Βοημίας-
Η αίσθηση προοπτικής
Να πάρουν το παιδί απ’ το χέρι
Και να βαδίσουν μαζί με μια χαρά
Χαράδρα ανθισμένη.

Wednesday, May 9, 2007

ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ


(Μετάφραση απευθείας από τα σλοβάκικα ενός πολύ τρυφερού ποιήματος-προσευχή για τα παιδιά του κόσμου, του μεγαλύτερου ίσως σλοβάκου ποιητή, εν ζωή,του 80 χρονου Μίλαν Ρούφους)


Δε βλέπουν το γιατί,

μα πολύ το χρειάζονται.

Ίσως πιότερο κι απ' τοψωμί.

Την ψυχή τους άδεια δε θα πρεπε να χουν.

Οι άνθρωποι γύρω τους θα πρεπε να τ' αγαπάν.


Θα πρεπε να ναι σε χώρο απαλό,

όπως στη μήτρα της μαμάς.

Όταν κάτι τα πειράζει, δίχως να ξέρουν τι,

καθε παιδί,

σαν έλαφι τρομάζει,

κάποιος πρέπει να κρατήσει το κεφαλάκι του

με τη ζεστή του παλάμη.


Θεέ,

δωσ του Εσύ

αυτή τη ζεστή παλάμη,
σε παρακαλεί,

αλλά είναι μικρό ακόμα,

και δε ξέρει Ποιος είσαι.


Έφτασαν άραγε οι φωνές αυτών των παιδιών ως εσένα;


Τις βρήκες. Τα γιάτρεψες.

Κι αυτό Εσύ τ' ονόμασες α γ ά π η.





Tuesday, May 8, 2007

ΕΝΑ ΨΑΡΙ ΣΤΗΝ ΟΧΘΗ ΠΡΟΣΜΕΝΟΝ ΒΡΟΧΗ


(Αποπηράθηκα την μετάφραση ενός σλοβάκικου ποιήματοος, που ανήκει στον ποιητή Jan Buzassy, μέσω βέβαια των αγγλικών)

Κατόπιν, μ' καρυδότσοφλο
θα λεκιαστούμε στα καφετί
έτσι που στην ανατολή
να μπορούμε να αισθανθούμε
μέσα μας τα πουλιά να γεννιούνται
όπως οι κανάτες στη γη μέχρι τους λαιμούς τους
γεμίζουν με τη σιωπή,
και η γη, που τη νύχτα χορηγεί,
με τη μορφή ενός βάζου ή τη μορφή ενός θρύψαλου,
θα είναι ικανοποιημένη.

Θα μας θεραπεύσει από τις αθέατες ασθένειες,
καθώς επίσης και το αθώο παιχνίδι των παιδιών σ’ ένα ρόμβο
(μια γυναίκα στον τρίτο της μήνα,
νιώθει καθώς διαιρεί σε δύο
τον άνδρα που βουτάει στο ρούμι,
πως ξέρει ότι πηγαίνει στο διάβολο)

Μόνο εμείς που είμαστε εξοικειωμένοι
με τον ύπνο σε ένα ανοικτό μαχαίρι
εμείς, σε ποιές πληγές το άλας των αστροπτώσεων
ξέρουμε πότε η χαραυγή αρχίζει;

Το όνειρο, μία ξαφνική παρουσία του μυαλού
στα μέσα του ύπνου,
κι ο θάνατος,η στιγμή που ξέρουμε
πότε μεταβαλλόμαστε σε πράγματα

Ξαπλωμένοι στη ακτή
είμαστε στεγνοί,
απόντες από τον ύπνο μας
ώσoοτου ο ροδόχρους υμένας της αυγής,
καιει στη Γη

Το λοιπόν θα βαφτούμε μόνοι μας καφε,
μ’ ένα καρυδότσουφλο
έτσι ώστε να μπορούμε να νιώσουμε τα πουλιά
να κλωσσάνε μέσα μας
στην πρωίμη αυγή

ΒΥΣΣΟΣ ΣΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ

Στις πόλεις που βουίζουνε
τα τσιμεντένια φώτα
και στα τετράγωνα κλειστά
σα τους ζεϊμπέκιδες τα δέντρα
ως τα διέξοδα μπαλκόνια
με τις κόρνες
υπάρχουν κάτι χειμμαδιά
μες στα διαμερίσματα
που εκτείνουν κάποιοι μάστοροι τσοπάνοι
πάνω σε λόφο χτίσαν το περβάζι
χωρούν στη χούφτα τους όλη την πόλη
δίνουν ανάσα σαν σέιγχ-σου
φτιάχνουν και βύσσο με ποκάρι

ΚΛΕΑΝΘΗ

Με τη μοναξιά του αστροναύτη
που προσεληνώνεται
Αύγουστο μήνα
κι όλοι τον κοιτούν
μα κανείς δε τον βλέπει

Μια πομόνα ανστεναγμών
το απόγευμα
στέφει τα ζουμπόυλια
του παραθυριού
με στάλες

Πάρε μέσα τα χαλιά
θα βρέξει σε λίγο
με γέννησες με θύσανους στα μάτια
για να σε παντρευτώ
μια μέρα των ημερών

Στην κορυφη του αφρισμένου κυματος
άκουσα το τραγούδι σου με όνομα
που φέρνει τσάι στους γυμνούς,
υπάγεται σε ταξιανθίες
κι αρχαγγέλους αγιογραφεί

Monday, May 7, 2007

ΤΟ ΛΑΠΤΟΠ-ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ PC

Απλώνω ρούχα στον ιστό
Τα ψηφιακά χαμπέρια μου
Γραμμένα πάντα διυκά
Και με πολλά ταξίδια
Σ’ ένα παγκόσμιο χωριό
Που λάμπουν τα φωτάκια
Πάνω στο γραφείο μου
Διασωληνομένο
Τρέμει λοιμώξεις ιών
Παράθυρο και τζετ
Του κάνω τα χατήρια
Ξέρω τα κουμπιά του
Το παράξενο πιάνο μου
Αν θέλει κάτι
Να μου πει στ’ αυτί
Φορώ ακουστικά
Καλλάει και πεισματώνει
Εξωκρίνει μελάνια χαρτί
Απ’ τις σουπιές του βυθού του
Ιθύνεται για σάββατα στο σπίτι
Κοροιδεύει το χρόνου φείδου
Μου τάζει δροσιά και παρέα
Κομίζουν αγάπη τα byte του
Θυμώνει και βγάζει αέρα
Απ’ τα’ ανεμιστηράκι του
Αναπληρώνει αυτόν που δεν πήρα
Κρατάμε επαφή
Μα σαν εγκληματία
Ζητα δακτυλικά μου
Για τον κέρσορα
Τον ταίζω τραγούδια
Με το USB
Αν ξεδιπλώσεις την οθόνη
Προκύπτουνε φορές φορές
Πεταλούδες πλουμιστές
Απ’ τη χαράδρα
Της ανθρωπότητας
Ένα δάσος μες στο ανσασέρ
Δε με πείθετε να πατήσω
Το ντρινγκ
Και τι μ΄αυτό;
Με οξυγόνο ξεναγούμαι
Με το λάμπτομ
-Το δικό μου pc
Αναπνέω ψηφιακά
Κλαρίνο και άμμο

Saturday, May 5, 2007

ΟΤΑΝ ΓΡΑΦΩ..

Όταν γράφω,
καλπάζω σ' ένα άλογο
που χλιμιντρίζει αφινισμένο
πλάι στο γκρεμό
με τα κεράσια
και τ' απλωμένα χωριά.

Ένα τράχαλο κι αρκεί να πέσει
στο κενό.

Όταν γράφω,
μου κόβεται η ανάσα

ΧΡΟΝΟΥ ΦΙΔΟΥ..

Αν τηρείς το¨"χρόνου φείδου", γίνεται φίδι και σε τρώει.

ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ Κ. ΗELGA

http://home.fotocommunity.de/carinthia
Μπείτε σ' αυτη τη διέυθυνση, να βρείτε τις φωτοτογραφίες αυτού του υπέροχου ανθρωπου που περιγράφω στο κέιμενο, παρακάτω.

ΤΟ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ

Το ξενιτεμένο σπίτι μου, κι όχι το σπίτι μου στην ξενιτειά, γιατί το σπίτι σου το χεις μαζί σου, κι όταν ακόμα το ξενιτεύεις, ζεις μέσα σ’ αυτό, αλλάζουν χρώμα οι σοβάδες του και μένει ίδιο. Στο ξενιτεμένο σπίτι μου, θα λεγε κανείς δεν έχει ιδιάιτερη θέα, ένας δρόμος με υπηρεσίες, αυτοκίνητα και μαγαζιά. Η θέα του είναι οι άνθρωποι μου, που τους βλέπω στη μέση του δρόμου να κατεβάζουν τη βαλίτσα τους απ’ το ταξί, με τη σειρά που μ’ επισκέφτηκαν. Είναι ακόμα οι καινούριοι, που πριμένουν να κατέβω. Κι είναι κυρίως η αγορά, η μαμά μου η αγορά, με τη μητέρα να τινάζει τα ντιβάνια, τη μυρωδιά του τηγανιού, τα καινούρια τραγούδια, τα τελευτία ψωνια. Με την κουρτίνα ν’ ανεμίζει, Σαββάτο μεσημέρι.
Τη θέα τη βλέπουν τα μάτια μου, μπαλκόνι δεν έχω. Θα φυτέψω ένα. Κάθε μέρα θα κολλάω ένα τούβλο. Κάποια στιγμή, θα προεξέχει μπαλκόνάκι. -Το θέμα είναι, αυτοί που έχουν βεράντες και βλέπουν στον ακάλυπτο. Έρχεται καλοκαίρι, αλλουνού θα του λείπει η κεντρική πλατεία της Λάρισας, άλλου τα πεύκα της Χαλκιδικής. Μια βόλτα στην παλιά πόλη, πάντα από ένα δρόμο πρωτόγνωρο, ένα πάρκο με κούνιες παράξενες: 9 τετράγωνα μεταλλικά, καθένα μία νότα αν τα πατήσεις, μια τραμπάλα μονή, και δυο ξύλινα κουτιά με ηχεία, το ένα εδώ το άλλο πέρα, με σωλήνες προφανώς κάτω απ’ το χόρτο, τηλεπικοινωνία. Έχουμε μάθει κύριοι, αυτό το πρόθεμα μας φάνηκε χρήσιμο τελικά, τηλε-αγαπώ, τηλε-φωνώ και τηλε-φωνάζω, αλλά και τηλε-πονώ, τηλέω, τηλε-ορώ, τηλαεράκι πελαγιτικο- να χαμε ένα τώρα! Μα έχουμε θα πεις. Το τραμ περνα ακόμα τόσο απαλά σ’ αυτήν την πόλη, σα τραγούδι. σα να περιμένει να του πεις, «ησυχασε καλό μου δεν μιλώ για σένα όταν λέω για τους έντοονους ρυθμούς». Ένα παιδί στον ώμο του μπαμπά του, όπως του Δία, η Αθηνά, να σου χαμογελάει στην ασφάλεια του λιμανιού του, να σπρώχνει τα χέρια σου που τη γαργαλεύουν εκεί ψηλα, έτσι λάμνει μες στο φως. Ουφ, δε θα φτασουμε στο σημειο να βλέπουμε ουρανό, απ’ αυτόν που πέφτει στο μπαρμπρίζ και στις λακούβες.
Δεξιά, μουσείο των Εβραίων, μουσείο ρολογιών ( που μετραν το χρόνο, που είναι μουσείο με τη σειρά του..), και πιο πάνω, η ορθόδοξη εκκλησία., μες στις φυλλωσιές. Αριστερά, μια γέφυρα σε συνδέει με τα τείχη του κάστρου, κλέισαν την πόρτα γιατί μπάιναν οι άστεγοι και έιχε ακαθαρσίες, όπως στα περιγράμματα των εκλλησιών, βάζουν καρφιά για τα χελιδόνια.

Και προσγειώνεσαι στο Δούναβη, που τον κυκλώνουν γκράφιτι, κι από κει η αγορα. Αυτή η πόλη είναι παραμυθένια ανισόπεδη, σε σημείο ιλλίγου-απ’ αυτό που προκαλούν τα παραμύθια.
Γκράφιτι είχε κι ένα τούνελ, περνούσε κάτω από τον κεντρικό, έφτανε σε μια στάση, που βλεπε πιάτο τη θάλασσα. Πήγαινα τότε για ιδιαίτερα στην Ποτίδαια, κι όταν ετοιμαζόμουν να φύγω, ερχόταν η επόμενη, μια κοπέλα με κόκκινη φόρμα, και ντροπαλή. Αργότερα τα φτιάξαμε. Καθώς περίμενα το λεωφορείο, έγερνε ο ήλιος στ’ αγριολούλουδα, που καταλήγαν στο χωματόδρομο με τα μηχανάκια, και σ’ ένα γηπεδάκι νυχτερινό. Μετά την έχασα. Καθώς περίμενα το λεωφορείο, αγιάζι ξύριζε συχνά, με καταγωγη θαλασσινή, και ένα φως στο άδειο γήπεδο, τυπικό «ελάτε».Μ’ ένα κινητο και το σκούφο στο χέρι Αυτό ήταν το φόντο της εφηβείας μου. Στην ίδια περιοχή κάναμε μπάνιο το καλοκαίρι, και τα βράδια θυμάμαι πλανόδιο λούνα-παρκ, να φωσφορίζει. Τα θαλασσινά ερείπια της Ποτίδαιας, που τα σιμώνουν μόνο οι γλάροι, κι αυτό το αρχαίο κύμα που τα φάγωσε, νομίζεις θα κόμισει ασπιδόφορους σε μια στιγμή, να ξεχυθούν όπως τα χρόνια. Το πρώτο τσουνάμι είχε γίνει στην αρχαία Ποτίδαια, -ο παππούς Ηρόδοτος μας τ’ αφηγείται- το 479πΧ, και θεωρήθηκε ως σημάδι των θεών, καθώς έπνιξε τον περσικό στόλο, που την πολιορκούσε. Με τη βάρκα του κυρίου Λ. λίγο πριν φύγω για έξω, περάσαμε τη διώρυγα της Ποτιδαιας, και φτάνοντας στεκόμουν όρθιος, μήπως κι αντικρυσω, κάτι απ’ τα ερείπια αυτά. Της αγάπης. Έτσι ήμουνα πάντα στις σχέσεις, πλησίαζα αρόδο. Κι επέστρεφα στη βάρκα, μόνος, μ’ αλμύρα και ελώρια.


















ΤΑ ΑΓΑΘΑ ΚΗΠΟΙΣ ΚΤΩΝΤΑΙ



Θα μου πει κανείς , αυτή η μία ώρα που μας χωρίζει με την ελλάδα, που να χάθηκε άραγε…μάλλον κάπου στα μπαλκάνια,..Ίσως την έφαγε ο δρακουλας των Καρπαθίων. Μάλλον είναι ο χρόνος που χρειάζεται ο Δούναβης, για να κατεβεί. Κοίτα που ο ποταμός την κάνει όλη τη φασαρία τελικά, ο συμφεροντολόγος! Συναυλία στη Βιέννη με το Νταλάρα. Το konzertaus κατάμεστο από έλληνες και ελληνόφωνους. Ενας κύρις ήρθε με πράσινο κουστούμι, ρωτώντας στα γεραμανικά αν θέλαμε το εισητήριο του, όταν κατάλαβε ότι είμαστε έλληνες, το γύρισε : «40 χρόνια ξενητεμένος, περίμενα να ρθει ο Νταλάρας, και χθες η γυναίκα μου αρρώστησε βαριά,την έχω στο νοσοκομείο, τα δίνω με τα λύπης μου», τον λυπήθηκε η ψυχή μου. Όπως κάποιους που πουλάνε το πιάνο τους. Μια κυρία που γεννήθηκε στην Ελλάδα, κι εφυγε με τους γονείς της μετά τον εμφύλιο, δε ξέρει την γλώσσα καλά, και τη βλέπω να αισθάνεται μια τέτοια λύτρωση όταν τραγουδάω, σα να μιλά μες απ’ το στόμα μου. Οι μετανάστες που σπύραμε το ‘50, χωριο Μπελογιάννης, Ουγγαρία, Αυστρία, Αυστραλία, Αμέρικα και νότιο Αφρική, ο μισός ελληνισμός, που δουλέυει σιωπηρά όπως τα μυρμίγκια στον κόσμο. Θα τους επισκεφτεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, σαν την αληθινή μάνα, το υιοθετημένο παιδί.
Ας τα ξεχάσουμε αυτά κι ας τραγουδήσουμε,ο καθένας αντιδρούσε όπως μπορει, στο «έλα» και στο χασαποσέρβικο, στον Κουγιουμτζή και στο «Αχ χελιδόνι μου». Με το χελιδόνι πάντα αναστέναζα. Κι ο κύριος Κουγιουμτζης, έμενε στα Μουδανιά τα καλοκάιρια, τον έβλεπα στα πρακτορεία των προπό, «καλημέρα κυρ-Σταυρο». Κυκλοφορούσε αναμεσά μας μες στη αγορά, κ μόνο όταν έφυγε, εκέινη την άνοιξη, το καταλάβαν οι περισσότεροι, Ήταν αυτός που έγραφε αυτά που ψυθιρίζαν, και θεωρούσαν κλασσικά και δεδομένα. Τόσο που δε ξέραμε την καταγωγή τους, ή την ξεχμούσαμε. Γιατί έτσι μας κάνουν να πιστέψουμε κάτι τέτοιοι σπάνιοι, ότι έχουμε αυτά που κάμνουνε, βαστάνε την καταγωγή από την ίδια την καρδιά μας.
Χειροκροτώντας στην πίστα, για ακόμα κανα δυο τραγούδια, (τη ψευδαίσθηση παράτασης της όμορφιας, ή μάλλον ψευδαίσθηση του τέλους της), γνώρισα έναν υπέοχο άνθρωπο. Μια αυτριακή κυρία, φίλελλην και χαριτωμένα ελληνόφωνη. Μου γραψε το e-mail της για να της στείλω τις φωτογραφίες που είχα βγάλει. Όταν είπα ότι έιμαι από τα Μουδανιά, εξεπλάγη. «Ήμουν εκέι το 1972,είπε, η πρωτη μου φορα στην Ελλαδα. Τότε υπήρχε μόνο ένα ξενοδοχέιο, κι ένα καφενείο (αυτή η λέξη δε μεταφραζεται, λέγεται πάντα αυτούσια), κανείς δε μιλούσε αγγλικά, πέρα από τον ξενοδόχο και μια κομμώτρια. Ένας κύριος, κοντά στο λιμάνι, είχε αναψυκτήριο, χρόνια στη Γερμανία, μιλούσε απτεστα. –της είπα το όνομα, και χάρηκε.Έκανα φροντηστήριο, τρειες ωρες τη βδομαδα ελληνικά. Από κει ξεκίνησε η μεγάλη αγάπη μου για την Ελλάδα». Κι ύστερα μου περιέγρεγραψε τη συναυλια του Θεοδωράκη πριν από δεκαπέντε χρόνια στο ίδο μέρος.
Είναι καταπληκτική φωτογράφος. Το αγαπημένο της μέρος είναι η Carinthia, στα σύνορα με την Ελβετία, εκεί απομωνόνεται κι εφαίνεται γαλήνη. Μικροβιολόγος στο επάγγλεμα. Ένα γέλιο παιδιού αφήνει να ρέει απ’ τα σπασμένα ελληνικά της. Κάτι λιβάδια ελέυθερα, να βοσκά το βλέμμα, με ανεμόμυλους κ ουρανό, χαλία δεμάται απλωμένα στις πλαγές, είναι που είναι το μέρος φαίνεται, το ομορφαίνει κι η ματιά της. Η κυρία Helga , κάτι τέτοιοι ΄ναθρωποι σε κάνουν να νιώθεις ότι δεν έφυγες ποτέ, αφού γι όλα έχεις μια ανοιχτή αγκαλιά.
Η ελευθερία είναι ότι κάνει τον άνθρωπο ν’ αστράφτει. Πρωτομαγιά στα ανάκτορα της Σίσσης, Ανάκτορα ενθύμια δυστυχισμένων ανθρώπων, με τον ιδρώτα του λαού κεκοσμημένα. Όπου και επιστρέψαν. Μια αυλή λαβύρινθος, με τείχος από δέντρα, να τα τσιγγλίζει ο ήλιος. Αγάλματα μες στη σιωπή, και συντριβάνια, που θαρρείς, ο κηπουρός σχεδίασε τη βεγγαλική ροή τους. Η αψίδα στο τερμα του λόφου, για τα παράνομα ζευγαράκια του παλατιού. Δροσούλα, μισοβγαλμενο παπούτσι στο παγκάκι, και γουόκ-μαν. Μες απ τους θόλους των δέντρων ξεπετιούνται σκιουράκια. Μακάριοι οι διαβαίνοντεςαπ’ τις καμάρες των δέντρων, με σκιουράκια αυλικούς με επιφάνεια απαλή, χάδι σε χαμομήλια, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την Γην. Μακάριοι οι έχοντες αρχόντισσα ψυχή, και κάτι μάτια, σα προβολείς.
Τα αγαθά, κήποις κτώνται. Με ανεμογεννήτριες και πάρκα ερωτικά, αναστροφη ποταμόπλοιου στη Δυση, αλκοτεστ ομορφιάς σε κίτρινα λιβάδια. Τα αγαθά κηποιος κτώνται.Όταν ακούς την εσώτερη φωνή και δραπετεύεις (εσώτερος, συγγενεύει με το σωτήριος).Απ' τη μάζα που σαρώνει. Λες και δεν αντέχει ο κόσμος αυτός που στεκόμστε έτσι πράοι μπροστά στην τόση ομορφιά, όπως κάτι μικροπωλητές, μόνιμοι δίπλα σε μνημεία. Σ’ ένα τραπεζάκι με κρυστάλλινα ποτήρια, γεμάτα με απιονισμένο νερό, κάποιος τύπος παίζει μουσική, δεξιοτεχνα σα να βλέπει μπροστά του τις νότες. Στο\κέντρο της Βιέννης. Και μετά στο μετρό της Βιεννης. Που περνάει κάτω απ’ τις τουλίπες των παρτεριών. Μετρώ την υπόγεια ζωή, που λάμπει μες από τις σύρραγγες, και συνεχίζω να ταξιδέυω.