Friday, April 20, 2007

ΣΤΗ ΖΕΣΤΑΣΙΑ ΕΝΟΣ ΨΙΘΥΡΟΥ


Βγήκα για δέκα λεπτά να ψωνίσω κάτι, ψιλόβρεχε. Δεν τολμάς να εκτεθείς στη βροχή και σε παίρνουν οι μυρωδιές, οι μνήμες σε παίρνουν. Μια οσμή από πράσινο μήλο, κι άρωμα κοριτσιού. Παράξενη ζεστασιά, ζεστή αγκαλιά των ανεπίστρεπτων πραγμάτων, ασάλευτη γιορτή… Η πρώτη αγάπη, που σε σφραγίζει ανεξίτηλα και τη νύχτες σε ξυπνά , σε γεμίζει μ’ αμφιβολία, έρχονται στιγμές που τη νιώθεις πατρίδα.
Πάντα όμως πρέπει να ’χεις κατά νου, πως η αγάπη τις περισσότερες φορές δε γιατρεύει, απλά ομόρφαίνει, τον τρόπο όμως που ε σ ύ βλέπεις τα πράγματα, κι αυτό ωστόσο δεν είναι διόλου αμελητέο. Βροχή κι αισθήσεις, αυτή είναι η «άλλη» δύναμη του νερού. Ω, ναι, το ξέρω καλά, ο Δούναβης δεν εκβάλλει στο Θερμαίκο, μα όταν στέλνω την καλησπέρα στους ανθρώπους μου, είμαι σίγουρος πως θα φτάσει με τις υπόγειες,ναι, των υδάτων διαδρομές.
Έχω μια ιδιαίτερη συμπάθια στα ποτάμια. Ξέρουν που παν, που εκβάλλουν, ξεπροβάλλουν σωτήρια, αυλακώνονται. Κοντά στο Δούναβη της Μπρατισλάβα, ορθώνεται το κτήριο της όπερας. Κάθε μέρα έχει μια παράσταση, αυτή είναι η μάζωξη του κόσμου. Κάθε απόγευμα, λοιπόν, πίσω απ’ το κτήριο αυτό, κάνουν στα καμαρίνια τους πρόβα οι πριμαντόνες. Πάω και στέκομαι εκεί, και στο απέναντι παγκάκι ένας γεράκος κουρελής. Κι οι δυό ζητιανεύουμε κορώνες. Αυτός τις παίρνει σε νομίσματα κι εγώ σε νότες. Σε νότες υψηλές που ηχούν όμως σα ψύθιροι.
Αχ, τώρα που κάθομαι και γράφω ήρθε και κάθισε μια καρδερίνα στο σύρμα της απλώστρας…Τι θαύμα κι αυτό!να ρίχνει τουλούμια όλη τη νύχτα και το πρωί να σηκώνεσαι και να βλέπεις μια λιακάδα… να γυαλίζουν τα δέντρα και μέσα στα νερά που ναι στις λακούβες, ν’ αντιφεγγίζει το τελαυταίο σύννεφο που διαλύεται. Από την άλλη μεριά του Δούναβη, υπάρχουν πάρκα και δασάκια, που τωρα το φθινόπωρο, παίρνουν πολλά πολλά χρώματα, απ’ το κόκκινο ως το κίτρινο, και βλέπεις τα φύλλα μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική τρυφερότητα να αιωρούνται καθοδικά, τους ποδηλάτες και τα καρότσια, και την παρέα που παίζει ένα παιχνίδι γαλλικής προελευσης, που δεν το χω ξανακούσει.
Κι έτσι πως βλέπεις τα φύλλα να πέφτουν, λέξεις που αιωρούνται: νοσταλγιά, νόστος και άλγος, πόνος όμως ηδύς. Φωταψία, αφή φωτός, με την άκρη των δαχτύλων. Αφουγκράζομαι, τι θεσπέσια λέξη! Κι έτσι σ’αυτή την πόλη δεν είμαι πλανόδιος, αλλά πλαν-ώδιος, περπατάω και τραγουδώ την ομορφιά. Και τον πόνο ακόμα, που μας λαξεύει, όπως το μάρμαρο το σφυρί, που από πέτρα το κάνει άγάλμα. Και το αγαλμα, απ’ το αγάλλομαι προκύπτει.

1 comment:

Κώστας Σακατζιάδης said...

Αγαπητέ Παναγιώτη,
το σκίρτημα της πρώτης αγάπης έχει άρωμα βανιλιας, γεύση περγαμόντο, ήχο allegrο και χρώμα θαλασσί...είναι κυριακάτικη εκδρομή, καλλικέλαδο αηδόνι, μυρουδιά από φρεσκοβρεγμένο χώμα μετά από βροχούλα καλοκαιρινή...είναι αύρα του Μαγιού και φεγγάρι του Αυγούστου, είναι φρέσκο χιόνι του χειμώνα, είναι ο παράδεισος επί γής...Η αγάπη η πρώτη ωστόσο μπορεί στ' αλήθεια να μην είναι η αιώνια... Η αγάπη η αιώνια είναι όλα τα παραπάνω με τον επιπλέον όρο ότι θέλει πολύ, πολύ, να επιθυμήσεις, ποτέ μην την απαρνηθείς και ούτε για μια στιγμή να την προδώσεις... Θέλει πολύ να αγαπήσεις και πολύ κι αυτή να σ' αγαπήσει... Η αγάπη η αιώνια είναι σαν το παλιό κρασί, έχει παρέα της το χρόνο...δε γίνεται αλλιώς. Μακάριος λοιπόν είναι όποιος τη βρίσκει, και για να ακριβολογούμε, μακάριος σε όποιον την χαρίζει ο Θεός, χωρίς πολύ να κουραστεί... Ας είναι ευλογημένο το όνομά Του.